161-264

161. Παρελάσεων ασχήμια:

Ένας.
Παρ’ ολίγον.
Αεροπόρος.
Που η γη τον κέρδισε.
Όταν κατάλαβε.
Πως θα ’ταν μισθοφόρος.
Σε ένα θεσμό.
Που δίχως μάχη.
Και εχθρούς.
Πάντα θα υπάρχει.
Ν’ απομυζεί λεφτά.
Από τους πόρους.
Της Υγείας.
Του Πολιτισμού.
Και της Παιδείας.
Για να κερδοσκοπούν.
Τρεις εταιρείες. Με ευκολία.
Και οι πολιτικοί εκπρόσωποί τους.
Που συναρμολογούνε την ασχήμια.
Για την κυριαρχία του πολέμου.
Κι όχι του διαλόγου.
Τ’ άκοπα.
Έργα.
Και ως άνθρωπος.
Της άμμου κόκκος.
Αυτός και η στολή του.
Στον σύμπαντα κόσμο.
Τον μάζευαν στις παρελάσεις.
Τον κόσμο σαν ρωτούσε.
Τι διάολο επευφημούσε;
Τα όπλα;
Την ασχήμια;
Την.
Προγραμματισμένου στόχου.
Βόμβα; Τα αεροπλάνα.
Που όταν βομβαρδίζουνε.
Σε καίνε.
Όχι στο δέρμα.
Αλλά από μέσα.
Κι οι πόνοι αφόρητοι.
Σαν πένσα;

Το σίδερο;
Τις μπότες;
Αντί να παρελαύνουν παιδάκια.
Με παιχνίδια.
Μουσικοί, Ποιητές και δάσκαλοι. Εργάτες.
Ή γέροντες.
Που νίκησαν.
Αρρώστιες.
Και Ατυχήματα.

Κάποια φορά.
Φασίστες της Χρυσής Αυγής.
Τον χτύπησαν αλύπητα.
Και σε Νοσοκομείο Ατυχημάτων.
Ξεχρόνισε με βίδες.
Και με σύρματα.
Κι από το εξιτήριο.
Εξαφανίστηκε.
Και βλήματα.
Συνέλεξε.
Σε τόπους άσκησης Στρατού.
Που γλάστρες έκανε.
Για την παράγκα.
Που ’φτιαξε.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
162. Απάντηση:

Στους άνευ Θεού.
Καμιά αλαζονεία.
Αλλά η τραγωδία.
Χωρίς την Αιώνια Βασιλεία.
Χωρίς το χέρι πληρωμάτων.
Σε ένα. Απ’ τα πλοία.
Του θανάτου.
Μια ψυχή που δεν προσμένει.
Κι είναι στα ιστία του.
Δεμένη.
Κάτω στ’ αμπάρια.
Οι αμαρτωλοί.
Και οι επιβάτες.
Οι καλοί.
Και οι ναύτες του.
Οι σκιές μας.
Σε όποια ηλικία.
Αναχώρησε.
Ο Καθένας.
Παιδί- Νέος ή γέροντας-
Και πλάι του και άλλα.
Με τους ομοίους στα κατάρτια.
Και τη σειρά. Όπως κι η άλλη.
Όμως. Σαν έρθει εκείνη η λάμψη.
Όλοι επιστρέφουμε στ’ αστέρια.
Και στο σκοτάδι. Πριν τη γέννα.

Μπορεί τα χέρια μου.
Δεμένα.
Όμως, τα μάτια μου.
Λυμένα.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
163. Ήχος βροχής:

Όταν βρέχει.
Χαμηλώνουνε φωνές.
Τηλεοράσεις.
Μουσικές.
Παράθυρα.
Για λίγο.
Μισανοίγουνε.
Στο Νέο Κόσμο.
Του θορύβου.
Δηλαδή, όλων των ήχων
(Ό,τι το άσπρο. Για τα χρώματα. Έτσι κι ο θόρυβος για τους ήχους, λέει η Επιστήμη).
Η μουσική της βροχής. Παλιά και ειρηνική.
Και μια κλωστή. Που μας πηγαίνει.
Δίχως να σκαλώνει.
Ή να κοπεί.
Στο παρελθόν.
Όταν μυρίζαμε.
Βρεμένο χώμα.
Από τη γη.
Κι όχι από γλάστρα.
Όταν δεν σιχτιρίζαμε της φύσης το νερό.
Μην πλημμυρίσουμε.
Ενώ κανέναν τόπο.
Στη βροχή.
Να πέσει.
Και να φύγει.
Δεν αφήσαμε.
Ποτάμια και πηγές.
Και ρέματα.
Τα χτίσαμε.
Και μείναμε γυμνοί.
Να την ακούμε.
Όπως τη θάλασσα
από δίσκο.
Που-
Όπως λένε κι οι γιατροί-
Κάνει καλό.
Για της κατάθλιψης. Τον ύπνο.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
164. Λήθη:

Επειδή πίστη μου.
Πως η ψυχή ο εγκέφαλος.
Της μηχανής αυτής.
Της άπειρης.
Αυτής της σμίκρυνσης.
Του Σύμπαντος,
Με Φύλλα της Πυθίας.
Τη λησμονιά αναζήτησα.
Όταν τις μνήμες.
Κοίμιζα.
Γιατί αυτό.
Το δύσκολο κομμάτι το τούνελ.
Π’ όλοι βλέπουν.
Στο θάνατο.
Να λάμπει.
Αφού ο διακόπτης της μνήμης.
Σβήνει στο τέλος με μια λάμψη.
Σ’ εμένα η επίγνωση.
Απ’ τη γέννα.
Και πήγα να κάνω δοκιμή και εν ζωή.
Κι έχασα αίμα.
Τόσο πολύ που δεν με δέχτηκε καμιά εφημερία.
Και η κουβέντα.
«θέλει εγκλεισμό» σαν καραμέλα.
Σε όποιον ξανοίχτηκε.
Στη θάλασσα.
Για μένα.
Κι έχω ακόμη τη μορφή.
Της Σωτηρίας.
«Μην το τσακίζεις το μυαλό σου στα ντουβάρια.
Κάτσε και γράψε.
Να το φρίξεις το σκοτάδι».
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
165. Περσεφόνης αύρα:

Η αύρα μου. Της Περσεφόνης γεύμα.
Και ο Πλούτωνας στα χέρια.
Με τα ρόδια.
Κι εγώ και οι σύντροφοι μου.
Στη φούστα της.
Λιγούρια.
Για αυτόν τον μισό χρόνο στο σκοτάδι.
Όπου το μητρικό μου αίμα.
Συχνά με ψάχνει.
Και με μισεί.
Γι’ αυτήν την προσβολή μου.
Το φως που με έφερε.
Μακριά από τη ζωή μου.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
166. Συνθηματική γλώσσα:

Ως παράνομη συναλλαγή.
Με γλώσσα αναγκαστικά συνθηματική.
Η αγορά των Φύλλων της Πυθίας.
Από τους προμηθευτές της λήθης της.
«Θέλω να μου γράψεις μουσική βροχή σε κεραμίδια»
ή «τη φωνή της Μάνας της Αιγύπτου.
Που το τραγούδι της λυπητερό. Σε δυο πλευρές του δίσκου.
Κι αγαπημένη του λαού.
Που τον νεκρό του έκανε μούμια.
Και του ’βάζε.
Στον τάφο.
Και παιχνίδια».
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
167. Αρκτικόλεξα:

Όταν ψιθύρισα.
Πολλές φορές.
Το αρκτικόλεξο ΜΜΜ-
Μέσα Μαζικής Μεταφοράς.
Η συνειδητοποίηση.
Πως με ένα τρένο (ή λεωφορείο).
Της μητρόπολης.
Δεν διασχίζω τίποτε.
.Απώς μεταφέρομαι.
Με σκότωνε για μέρες.
Και μ’ όπλο.
Μικρού διαμετρήματος.
Στο σβέρκο.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
168. Βωβή ζωή:

Ζωή στη μνήμη.
Χωρίς ήχο.
Βωβή ζωή.
Την ονομάζω.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
169. Σκιά Χιροσίμας:

Ως παιδί τον 20ό αιώνα.
Η ξινισμένη μου εκδοχή.
σε οικογενειακή φωτογραφία.
Αυτή που θέλει χρόνο να στηθεί.
Η συνηθέστερη στιγμή.
Δεκαετία του ’70.
Με αθλητικά- κουρελαρία.
Και με πουκάμισα του Ελβις.
Από τα σκουπιδαριά.
Αμερικάνικης αγοράς.
Και τις βάσεις τις στρατιωτικές τους.
Που δέχονταν κόσμο τις Κυριακές.
Και τις γιορτές τους.
Και τις κοιτούσαμε.
Σαν ’να τανε.
Βιτρίνα.
Ή κλαμπ ξενοδοχεία.
ου πριν τα είχαν επιτάξει Γερμανοί.
Κι ύστερα αυτοί. Κατακτητές υπό μανδύα.
Αγοροκόριτσο γυαλάκιας.
Της χώρας. Λίκνο Πολιτισμού.
Και Ιστορίας.
Και σύμφωνα. Με τη φήμη της. Αιώνια.
Με εμφανίσεις πληθυσμών. Βαθιάς προϊστορίας.
Με φύση σπάνια.
Απολιθωμένα δάση.
Την πιο μικρή πεταλούδα της Γηραιάς Ηπείρου.
Και με νησιά. Ως επικράτεια. Και ήλιο.
Π’ οργάνωσε τη σκέψη.
Για ποίηση.
Επιστήμη και Φιλοσοφία.
Και οι ρουφιάνοι.
Της ροκάνισαν τα νιάτα. Και γνώρισε.
Μια ανάπτυξη: Τα τζάκια!
Μικρή. Φτωχή. Με σπάραγμα εμφύλιο.
Των Άγγλο- Αμερικανών. Το σύνηθες πλάνο.
Στην υφήλιο-Όπως στη Λατινική Αμερική- και τη Μέση Ανατολή-
Για τα λεφτά. Από τα πετρέλαια.

Μα όταν διαλυόταν η φωτογραφία.
Ρούφαγα βιβλία.
Γι’ κείνη τη σκιά.
Στη Χιροσίμα.
Ο,τι απέμεινε από έναν εργάτη σε μια σκάλα.
Και τις μολότοφ.
Αρχίνισα.
Με γάλα.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
170. Αναμνήσεις ενός διορθωτή:

Με αδερφικό αίμα.
Ως διορθωτή εφημερίδας.
Με συγκλονίσανε.
Οι πέντε.
Ηλικιωμένοι.
Αδερφοί.
Που πέθαναν όλοι μαζί.
Με γκάζι.
Για να προλάβουν.
Μην κανείς.
Πρώτος. Πεθάνει.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
171. Αναμνήσεις ενός διορθωτή.

Με αδερφικό αίμα.
Ως διορθωτή εφημερίδας.
Με συγκλονίσανε οι αδερφοί.
Που συγκροτούσαν.
Την οργάνωση.
Ανταρτών πόλης.
Με το όνομα εξέγερσης Νοεμβρίου (1).
Για τη συσσωρευμένη.
Γονιδιακή οργή.
Κι από το σπέρμα. Ιερέα (2).
Από της πατρίδας.
Το ιστορικά αναληθές.
Ελληνοχριστιανικό στοιχείο.
Παιδιά χολωμένα.
(Κάποιος απ’ όλους.
Χάλαγε πύρινους λόγους.
Ανήθικου και δυνάστη.
Χριστιανού Δεσπότη.
Κρατώντας μαύρη ομπρέλα).
Δικαστήκανε ως μέλη.
Οργάνωσης.
Του ποινικού εγκλήματος.
Και ψυχρή τρομοκρατία.
Από την αφόβητρη Δημοκρατία.
Που αντί να αναγνωρίσει.
Την τραγικότητα.
Των προσώπων τους.
Και όχι μόνο των θυμάτων τους.
Για τη μάταιη μάχη.
Και τη σκιαμαχία.
Με την αόρατη εξουσία.
Και να τους εξορίσει.
Ως τα παιδιά της.
Που πάσχουν.
Από την έλλειψη.
Δικαιοσύνης.
Κι έχουνε πόλεμο μαζί της.
Και δεν μπορούν να δικαστούν.
Με τη συνήθη ηθική της (όπου βίαιο κράτος αυτός ο πόλεμος ακήρυχτος).
Τους περιφέρει.
Ως μίασμα.
Και τους τιμωρεί.
Σε κελιά κάτασπρα.
Ενώ γνωρίζει.
Ότι αυτή τους κυοφόρησε.
Για βία.
Και άπιαστοι παρέμειναν για χρόνια.
Γιατί είχανε μαζί τους.
Την κοινωνία.
Χώρας σακάτισσας.
Από δικτατορία.
Αμερικάνικης έμπνευσης.
Και δέκα οικογενειών.
Που την κατάπιναν.
Με σούπας.
Την κουτάλα.

Και μόλις Επέλεξε.
Κι αυτή.
Το βιοτικό επίπεδο.
Ως ιδεολογία.
Και σκιάχτηκε.
Από την πανίσχυρη.
Αμερικανική.
Ομπρέλα Προστασίας.
Κατά Αξόνων του Κακού.
Που λειτουργούν
στο πλαίσιο του Αόρατου Εχθρού.
Όπως ο Όργουελ.
Το όρισε.
Στο βιβλίο.
Που θα δικαιώνουμε ως τέλους.
Τους βαλαν’ χειροπέδα.
Όπως κι από το γεγονός.
Μιας βόμβας.
Που καταλάθος.
Τους έσκασε.
Στα χέρια.

1.(Εξέγερση εναντίον μίας. Ανήκουστης. Δικτατορίας. Που διόρισε η Αμερική. Επί επταετία. Στην άμοιρη πατρίδα. Που ως πόρτα. Για τη Μέση Ανατολή.. Στο χάρτη της. Την είχε. Με καρφίτσα. Για να ελέγξουν τις πηγές με τα πετρέλαια. Και με τα Σαουδαράβια. Να κάνουν Πόλεις. Με χιόνι. Και με θάλασσα. Για των πλουσίων. Την απληστία. Ώστε και στην έρημο. Να κάνουν σκι. Και ηλιοθεραπεία.
Εξέγερση. Όπως πάντα. Από τα κάτω στρώματα. -Μαθητές –Οικοδόμοι- Φοιτητές. Ούτε οργανώσεις. Ούτε παράνομα κόμματα. Που αυτά που δικαιούνται. Ψωμί κι ελευθερία. Θα πάρουν και με τη βία. Δίχως αρχηγούς. Και τους ενδοιασμούς του Θεού. Και Με ανταρσία. Σε Πολυτεχνεία ή Χημεία).
2. Πίστη της Γκούντρουν Ενσλιν. Ιδρυτικού Μέλους της RΑF. Που κι αυτή παπαδοπαίδι: Η πολλή συμβίωση με το αδύναμο. Καλό. Και το Θεόσταλτο. Πανίσχυρο. Κακό. Στο Διάολο. Σε στέλνει.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
172. Φαντάσματα:

Εμείς.
Που ζήσαμε.
Σαν να μάθαμε.
Να ζούμε.
Ποτέ δεν θα συμφιλιωθούμε.
Με την επίγνωση της θνητής φύσης.
Και του χάους. Όπου ταξιδεύουμε.

Γυναίκα σκληρή. Που δε χορταίνουμε.

Ενώ οι άλλοι. Που δεν έζησαν.
Σαν να έμαθαν. Να ζούνε.
Δεν έχουν. Αυτήν την αγωνία.
Αλλά το πώς. Στον κόσμο. Θα απλωθούνε.
Με βίλα και πισίνα.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
173. Ορισμός:

Δεν υπάρχει μεγάλος έρωτας.
Αν δεν μισείς.
Ότι ερωτεύτηκες.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
174. Σκοτεινή γωνία:

Θες να με δεις.
Χωρίς τα «Φύλλα της Πυθίας»;
Γιατί δεν μ’ έχεις ξαναδεί. Π
Με διαύγεια.
Κι ως σκοτεινή γωνία;
Στο σπίτι του κενού;
Όπου σπουργίτες του γκρεμού.
Και ορειβάτες.
Που ανεβαίνουν στην κορυφή.
Η μόνη παρουσία;
(Κι όσοι στη ζήση. Με σκοπό. Καλοδεχούμενοι.
Σαν ψάχνω θύματα.
Γι’ υλικό μιας ηλικίας.
Και τα σπουργίτια.
Καλή η άσκηση.
Για τα διαζώματα.
Των μητροπόλεων.
Υπό γυαλί.
Ατσάλι κι αλουμίνια ).
Και ως σκοτεινή γωνία.
Μακριά από παράθυρο.
Ή λάμπα.
Υπό το σκότος.
Δίνω τις μάχες μου.
Σαν πλάσμα. Αιχμηρό.
Ανίκανο να σταματήσει.
Να τρώει ζωντανό.
Ζωής το Θαύμα.

Με ειλικρίνεια. Θα στο πω:
Ποτέ να μη με δεις.
Δίχως τα «Φύλλα της Πυθίας».
Θα δεις το Διάολο.
Της δικής σου. Της θρησκείας.
Κι όχι το Διόνυσο.
Στα αίματα.
Με μάσκες.
Μαζί και ρόγχο.
Από γαμήσια.
Με μαινάδες.
Ασ’ το καλύτερα.
Μην τρέχεις.
Σε ιατρεία.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
175. Καφενείο του Παλιού Κόσμου:

Είμαι το καφενείο του Μπέη.
του Παλιού Κόσμου.
Στην Ελλάδα.
Παραδοσιακό.
Και φωτογραφημένο.
Και από ξένων πρακτορείων.
Το φακό.
Όπου ζωγραφισμένοι.
Στους τοίχους του θαμώνες.
Σε μέγεθος.
Φυσικό.
Και τόσο ζωντανοί.
Που λες και υπάρχουν.
Ανάμεσα στους ζώντες
Και στα τραπέζια τους.
Καθήμενοι εν σιωπή.
Που αιώνες δεν νιώθεις απ’ αυτήν.
Να φεύγουν.
Αλλά το χρόνο.
Που αποφεύγουν.
Οι θνητοί.
Οι οποίοι.
Στου ενεστώτα.
Τη ροή.
Προτρέχουν.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
176. Εκπαίδευση:

Ο πατέρας μου.
Έχει σταθεί.
Σε καφενείο.
Τριάντα βήματα από μεγάλο νεκροταφείο.
Και ο ιδιοκτήτης.
Το ’χε βαφτίσει.
«Τριάντα μέτρα από το τέρμα της ζωής».
Ως ένα αστείο.
Πού να ’ξέρε.
Πως θα εκπαίδευε με αυτό.
Θαμώνες.
Που σκιάζονταν.
Και θάνατο Κυρίου.
Όχι του άθεου.
Που πάει στο Χάος.
Μόλις σβήσει.
Ο εγκέφαλος.
Του εργοστασίου.
Και του ’κάνε καλό.
«Τριάντα μέτρα από το τέρμα της ζωής».
Ήπιε καφέ.
Και ρέμβασε με θάνατο
Κοντά του.
Και εκπαιδεύτηκε στα παρακάτω:
Αφού υπάρχεις.
Από τον Άδη.
Δεν σε χωρίζει.
Ίντσα.
Και τ’ όποιο.
Σύνορο.
Παρηγοριά.
Μεγάλης φαντασίας.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
177. Μέλλον:

Ονειρεύομαι στο μέλλον. Μια ομάδα ανταρτών Τέχνης. Που θα ονομάζεται «Παπούτσια του Βαν Γκονγκ». Από τον πίνακα. Του καλλιτέχνη. Των αιώνων. Με τα πειστικότερα. Παπούτσια. Δρόμων. Που δεν καθάρισαν ποτέ. Από τα πνεύματα. Των Τόπων. Που διέσχισαν. Τους ονειρεύομαι. Να ρίχνουν φύλλα ξερά. Στις λεωφόρους. Και πανό. Με ποιήματα. Στις πόλεις εδάφους. Και ως Τοιχοβάτες. Να δίνουν παραστάσεις. Στις ταράτσες. Και να προκαλούν τεχνητές βροχές. Στα Πάρκα. Και κύματα στα Πάρκα. Με Τεχνητές Θάλασσες. Που θα ’ναι υπό γυάλες. Και οι Αρχές θα εφιστούν την προσοχή. «Σε αυτήν την πρόκληση αισθητικής. Απ’ τις εφημερίδες τοίχου. Αυτών των άθλιων αποβρασμάτων. Που καλούν. Σε σαμποτάζ. Της Ενωμένης. Παγκόσμιας Αμερικής. Με Κατάληψη χώρων. Στις Πόλεις της Εναέριας Ζωής. Διοργάνωση παρέλασης πρεζονιών. Κάψιμο τηλεοράσεων. Φιλοξενία αστέγων σε πολυκαταστήματα. Απαγγελία ποίησης. Με παρεμβολές στα δελτία ειδήσεων. Άδειασμα ξερών φύλλων από την Παλιά Φύση. Στο κέντρο της Μητρόπολης. Ταξίδια ξαφνικά των διανομέων. Πριν παραδώσουν Συναυλίες στα προάστια των πλουσίων. Χριστουγεννιάτικα δέντρα. Με σκουπίδια. Για στολίδια. Και ρεύμα. Στα λαμπιόνια. Από κολόνες
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
178. Ασχημόπαπο με κύκνους δολοφόνους:

Της ζωής μου. Οι ναυαγοσώστες. Ξαφνικοί. Ποτέ δεν είχα επίσημο. Στη θάλασσα. Με κιάλια. Γι’ αυτό και τους θυμάμαι με στοργή. Περαστικοί. Του δρόμου. Κι οδηγοί ταξί. Παιδιά. Που δούλευαν σε μπαρ. Κανά σκυλί. Που βρήκε αδέσποτη ψυχή. Όσο κι αν ξεγελούσα. Ως μορφή. Δεν είχα ανθρώπους. Και δεν υπήρξα ποτέ δημοφιλής. Ενα ασχημόπαπο. Με κύκνους δολοφόνους. Κι από πνιγμό. Ακόμη. Αναρρώνω. Εκεί. Δεν βρέθηκε κανείς. Ούτε περαστικός. Ούτε οδηγός ταξί. Ούτε παιδί. Που δούλευε σε μπαρ. Ούτε σκυλί. Κι όταν ξεβράστηκα. Με μάζεψε αστυνόμος.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
179. Μέλλον:

Ο Εικοστός Αιώνας. Ο τελευταίος αιώνας. Αφής και Όσφρησης. Από τα τέλη του. Η πρώτη αίσθηση υπό Οπτικές Ίνες. Κι Ολογράμματα. Κι η δεύτερη. Δολοφονημένη. Από. Τον καταναλωτισμό. Της καθαριότητας. Τον φοβόμαστε πολύ τον πρόγονό μας. Και προς το μέλλον. Πάμε ως ανδρόγυνα.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
180. Συμβουλή:

Να μην έχεις κανένα πρόσωπο. Απάνω σου. Στα μάτια. Στις συσπάσεις. Ακόμη και στα κλάματα.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
181. Υπενθύμιση:

Να θυμάσαι πως εκεί. Που πατάς. Μπορεί στο μακρινό σου παρελθόν. Να ήτανε βυθός.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
182. Ζωγραφική:

Όταν ζωγραφίζω πουλιά. Μ’ όλα τα χρώματα. Των τόπων όπου πέρασαν. Χρησιμοποιώ κάθε μπογιά. Ακόμη κι αίματα ανακατωμένα. Με χώματα. Και το αποτέλεσμα. Να μην τα αντέχουν. Ανθρώπων βλέμματα. Εκτός από τα πουλιά της συντροφιάς μου. Που τα επιδοκιμάζουν. Με ξαφνικά φτεροκοπήματα.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
183. Μέλλον:

Οι Ψαράδες Κήπων. Θα διασχίζουν στο μέλλον. Τον παγωμένο πλανήτη. Κάνοντας λαθρεμπόριο παλιάς φύσης. Από πλοία φρούρια. Που θα αντιμετωπίζουν. Τη μόλυνση των νερών. Και την υψηλή στάθμη. Και θα θυμίζουν παλιά υποβρύχια. Και μες στα σωθικά τους. Δέντρα ολόκληρα. Δεμένα όπως λάχει. Καμιόνια κατάφορτα. Με φύλλα και χώμα. Ολόκληρα θερμοκήπια. Με ρόδες. Μακριά από βαγόνια. Τρένων Υψηλής Ταχύτητας. Οι Ψαράδες Κήπων. Δεν θα μεταφέρουν. Τίποτε. Με εναέριο μέσο. Θα μισούν την όξινη σύστασή της. Το χρώμα της λάσπης. Από τα αέρια της ανθρωπότητας. Και της ειρήνης. Και του πολέμου. Που εμποδίζουν τις ακτίνες του ήλιου. Πια να φτάσουν. Στον πάτο. Οι Ψαράδες Κήπων θα δουλεύουν στον επίγειο ουρανό. Αφού για αυτούς. Ο ουρανός. Της επιστήμης. Που ξεκινάει από τα πόδια τους. Γι’ αυτό και νιώθουν. Πως ταξιδεύουν ως τυχαίοι επισκέπτες απάνω σε ένα πλανητικό σώμα στο Χάος. Οι Ψαράδες Κήπων θα ζουν. Μακριά. Από τις μητροπόλεις. Παράνομοι και μόνοι.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
184. Αρκτικόλεξα:

Αν κάποια αρκτικόλεξα. Τα διαβάζαμε ολόκληρα. Όπως Περιοχές Υψηλού Πρασίνου. Θα καταλαβαίναμε. Πώς καταντήσαμε τον πλάνητη. Γρηγορότερα.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

185. Σπάραγμα:

Αν κρατούσαμε. Ενός λεπτού σιγή. Συχνότερα. Κι όχι σε κηδείες και μνημόσυνα. Θ’ ακούγαμε ηχηρά. Πως ήρθαμε για μια φορά. Στον κόσμο. Και θα εκτιμούσαμε του ζώντος οργανισμού. Το δώρο. Που αν φτάσει να γεράσει. Θέλει παράσημο. Που γλίτωσε από τόσα. Όπως οι πεσόντες. Κι οι γέροντες. Χρειάζονται μνημείο. Που Επιβίωσαν. Από πολέμους. Ατυχήματα. Ή αρρώστια. Και το θαυμασμό μας. Που ξυπνούν για τόσα χρόνια.
Πόσο αργά. Περνάει ο χρόνος στις ζωές μας. Κι αυτή η επίγνωση θα έδειχνε στον εσωτερικό εαυτό μας. Έργα. Της ομορφιάς. Που θέλουν ώρα. Και της στιγμής. Τη σπουδαιότητα. Στο τώρα. Ο χρόνος δεν είναι αριθμητικά ψηφία σε ρολόγια. Ο χρόνος είναι πολλά «τώρα». Ούτε παρελθόν. Που πληγωμένο απ’ του Άδραστου τα τόξα. Ούτε Μέλλον. Που δεν έχει έρθει ακόμα.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

186. Παντομίμα:

Στον κόσμο του εγκεφάλου. Όταν κινείσαι. Σαν παντομίμα. Αφού Η ζωή σου με νοερά υποκείμενα..
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

187. Παράλληλη Τηλεοπτικής Ζωή:

Η ζωντανή εικόνα της Παράλληλης Τηλεοπτικής Ζωής. Σε ατάλαντα χέρια. Τα υποταγμένα στης ασχήμιας έργα. Για κάψουλες. Τεχνητών Δακρύων. Και γέλια. Ηχογραφημένα. Σε κασέτα. Στην ατόφια τέχνη. Τα δάκρυα και τα γέλια. Δεν βγαίνουν εύκολα. Αλλά από το δέος που κάποιος ξένος. Μιλάει. Για σένα. Και δεν στεγνώνουν με χαρτομάντιλων πακέτα. Ούτε αν κρύψεις το κεφάλι σου στα χέρια.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

188. Συνεσταλμένη στάση:

Όταν από έρωτα που πόνεσε. Πήρες τη συνεσταλμένη στάση. Τη στάση που έχει το έμβρυο στη μήτρα κατά την κύηση. Σκεφτόσουν πως με τα πόδια λυγισμένα. Προς το πρόσωπο. Θάβονταν κατά κανόνα οι άνθρωποι του προϊστορικού Αιγαίου. Κι απ’ ένα λόγο ξαφνικό. Πλησίασες. Σε θάνατο. Με νόημα.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
189. Ερωτική ιστορία:

Σε μια σοφίτα.
Μορτάκια αγκαλιασμένα.
Με χείλια σκοτωμένα. Στο πάθος τους. Μα σκόρπια φύλλα. Τσαλακωμένα από νταλίκα.
Απ’ τα δικά τους φαρμακεία.
Τα περιποιούνταν με φροντίδα.
Και τον Ιησού. Παρασκευή μεγάλη. Στων Oρθοδόξων τις εστίες. Όταν νεκρός σε εκατοντάδες Εκκλησίες. Αλλά όταν ζήτησαν κι αυτά πρώτες βοήθειες, Την ώρα. Που η αγάπη. Τρώει τις σάρκες της. Και γλείφεται. Τα φαρμακεία αδειασμένα. Και ο Χριστός στον Γοργοθά του. Πριν υποκύψει στα καρφιά του. Κι απ’ τη λαχτάρα του χιονιά. Να πάψει. Τουλάχιστον στο κρύο. Η αιμορραγία. Είχαν χωρίσει. Πριν πλακώσουν τα φορεία. Κι ακούστηκε να λέει το ένα: ‘‘Δεν αντεχόταν το συναίσθημα. Όπως πνιγόταν ο φθισικός. Στ’ αίμα». Και το άλλο: «Έρωτας. Όπως αυτός. Κανένας».
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

190. Αλήθεια:

Αν καθαρίζεις τα παπούτσια. Απ’ τις περιπλανήσεις σου. Και τα ταξίδια σου. Να μην ξεχνάς πως καθαρίζεις. Το πνεύμα των τόπων που διασχίζεις. Όχι μονάχα με τα πόδια. Και με τη μνήμη σου. Κι όσα θ’ αντέξουν. Στη Μητρόπολης. Το σπίτι σου. Τουλάχιστον. Ρίξ' τα στο νερό. Της βρύσης σου. Να εξατμιστούν. Ακολουθώντας στα διαμερίσματα. Τη νύμφη τους. Τι κι αν δεν βλέπεις στη φύση τα νερά. Αλλά σε είδη υγιεινής. Και στην κουζίνα. Τα κατοικούνε ξωτικά. Από Ποτάμια. Αγύριστα. Πύλες Του Πλούτωνα. Με Κέρβερους σκυλιά. Στα λούκια.
--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
191. Για ηττημένους απ’ τη Λευκή Στρατιά στο σκάκι:

Παλιά γραφή. Με το κερί. Να δοκιμάζεις. Να μην ξεχνάς. Τις παύσεις. Τις μέρες. Που ηττημένος. Από τη Λευκή Στρατιά στο σκάκι. Ύπνος με ρούχα και με μπότες. Και κάμποσο καπνό μες στο κεφάλι. Από τα Φύλλα της Πυθίας. Που κυνηγούν οι μπάτσοι. Ώστε η παραμύθα. Το χιόνι. Κι η χημεία. Να συντελούν. Στη στήριξη. Μιας παγκόσμιας οικονομίας. Πολεμοκάπηλης και πετρελαίου. Με εξασφαλισμένα θύματα. Στις μάχες της ειρήνης. Από τις ψυχές που καταφεύγουνε στης λήθης. Την επίγεια βασίλεια.
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
192. Διαθήκη:

Χρονιά.
Στα εγκόσμια.
Τελική.
Και οι δικοί.
Κι οι όποιοι.
Άλλοι μου.
Χαμπάρι.
Τι αγριεύω.
Τα σκυλιά μου.
Σε υπόγεια.
Για να γαβγίζουνε.
Κι ανάσα που περνάει.
Τι σιωπή μοιράζω.
Σαν το ψωμί.
Σε τράπεζα οικογένειας.
Τι μετακινήσεις στη Μητρόπολη.
Που δεν τη διασχίζω με την ευψυχία.
Που σημαίνει. Ελευθερία.
Αλλά με τη γαλήνια κατάσταση.
Πριν του θανάτου την πορεία.

Τι άλλο κάνω;
Συντροφιά με καθ’ έξιν φονιάδες.
Πουλημένους στη Μαφία μποξέρ.
Για να παλέψουνε στον «Κήπο».
α τον τίτλο.
Και αυτοεξόριστους ποιητές.
Κορμιά του κόσμου.
Στραβωμένα και σε βλέμμα.
π’ τη Βαγδάτη.
Και το Μπέλφαστ.
Στη Βηρυτό.
Την Ορλεάνη.
Τη διαιρεμένη Λευκωσία..
Με Πράσινη Γραμμή.
Και του ΟΗΕ την εποπτεία.
Ενώ της Ευρώπης.
Την κοινότητα.
Διεύρυνε.
Ως μέλος.
Ομόφωνα.
Κι αλληλογραφώ με τον παλιό τρόπο.
Ερωτευμένος με ένα αγριολούλουδο.
Που φύτρωσε στα δικά μου χαρακώματα.
Αλλά στη θέα του-
όπως διηγούνται και τα δούλα σφάγια-
στρατιώτες του 1ου Παγκοσμίου- ήρθαν πολλοί.
Γιατί αν σε χαρακώματα αγριολούλουδο φυτρώνει,
οβίδα του εχθρού δεν σε σκοτώνει –
(Ακόμη, δεν γνωρίζουν ότι στο μέλλον.
Στις απολύτως δομημένες μητροπόλεις.
Που θα βράζουν στο ζουμί της όξινης ατμόσφαιρας.
Αφού ο ουρανός ξεκινάει από τη γη.
Αυτά θα φυτρώνουν και στα πεζοδρόμια).

Και για ένα αγριολούλουδο.
Με βρίσκει. Οβίδα.
Που δεν είδα.

Ενώ το αγριολούλουδο.
Ανέπαφο έχει μείνει.
Για κάποιον άλλον.
Που.
Δεν βρήκε.
Μέρος.
Ν’ αγαπήσει.
Ως ένα σφάγιο του Α’ Παγκοσμίου.
Κι επισήμως.
Πειραματόζωου νέων φαρμάκων.
Αλλά και όπλων.
Κυρίως αερίου.
Που τον 21 αιώνα.
Κάνουνε θραύση.
Σε. Αμάχους.
Των πολέμων.
Και στων Μητροπόλεων.
Τα πρεζόνια.
Εν καιρώ ειρήνης.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
193. Μεσίστιες σημαίες για ένα δάσος:

Οι λόγοι που προβάλλατε.
Διαχειριστές πολιτικοί.
Τη μέρα που κάηκε.
Το τελευταίο δάσος της Μητρόπολης.
Πως φταίνε τα χέρια εμπρηστή.
Υποψηφίου οικιστή
(Ενώ οι νόμοι σας
εξαιρετικοί.
Γι’ αυτούς.
Που τσιμεντώνουνε. Και θάλασσα).
Ή τα πεπαλαιωμένα δίκτυα της Ηλεκτρικής Εταιρείας
(Παρόλο που δυσβάστακτη.
Με τους πολίτες στο λογαριασμό της.).
Ή εξαιτίας κακής συντήρησης. Του δάσους.
Κι ανύπαρκτων αντιπυρικών ζωνών
(Όταν αρχαίο. Και τελευταίο. Δάσος ζωντανό).
Ή η παρουσία αυθαίρετων σπιτιών
(Που ξεφυτρώνουν. Σε βουνού ρουμάνια. Φέρνοντας πόλεις στον Θεό—
γιατί ο Θεός εκεί μονάχα—
Και αφορίστε με κι εσείς.
Τρομακτικοί με αυτά τα ράσα.
Που, πώς και γίνεται.
Και οι μονές σας. Σκέτα κάστρα.
Στα ομορφότερα τοπία).
Φθηνές δικαιολογίες.


Σιωπή χρειαζότανε.
Σαν να τα τίναξε ο πρωθυπουργός.
Μεσίστιες οι σημαίες.
Και Σούμπερτ με κάρτα στης Παράλληλης Τηλεοπτικής Ζωής.
Τα ρηχά.
Και μες τα απόβλητα.
Κανάλια:

«Ντρεπόμαστε να δείχνουμε το πτώμα του αρχαίου δάσους.
Που χάθηκε στις μέρες μας.
Και θα επανέλθουμε αν η κυβέρνηση παραιτηθεί.
Και η Βουλή θα ξανασυγκληθεί σε Σώμα.
Γι' αυτό το έγκλημα στη γη.
Που τρόμαξε και αυτή του μύθου την Πανδώρα.


Που τα ’χασε.
Στο παραβιασμένο της κουτί.
Από της Αττικής την ανθρωπότητα.

(Τέλος, όσοι απ’ τα ρούχα τους.
Δεν σκούπισαν τη στάχτη.
Το κάνανε απ’ τη θλίψη τη μεγάλη .
Όπως οι αρχαίοι τους πρόγονοι.
Που τέφρα περιέχυνον.
Σε κεφαλή και ενδύματα.
Απάνω απ’ τα μνήματα.
Ως ένδειξη μλύπης και απόγνωσης).
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
194. Διαπίστωση:

Στη μνήμη σου.
Κανείς δεν μπορεί.
Να φέρει.
Αστυνομία.
Αν.
Και την τελευταία φορά.
Ούτε κι αυτό αρκούσε.

Μέρες και νύχτες.
Να μην αρρωστήσεις.

Και φθόγγο.
Να μην μπορείς. Να τον μιλήσεις.

Και. Παρόλη.
Τη χημική αγωγή σου.
Στα μάτια σου.
Μια λίμνη.
Που σκέπασε πριν χρόνια.
Πολλά.
Ενα χωριό.
Με το νερό.

Κι αν με τη βάρκα του Ερμή.
Το διασχίσεις.
Βλέπεις τις στέγες.
Στο βυθό.
Και τα σοκάκια.

Κι όταν συνήλθα.
Ήμουνα μπρούμυτα.
Κι η μούρη μου. Σμπαράλια.

Από το σκύψιμο να βλέπω στο νερό.

Και οι φωνές μου
προς αυτήν.
Πως πνίγομαι.
Με φυσαλίδες
του πνιγμού.
Στην επιφάνεια.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
195. Δρομείς μεγάλων αποστάσεων:

Οι πραγματικές ηλικίες μας.
Είναι οι εσωτερικές.
Και πολλοί τις διανύουμε.
Πριν έρθουν.
Ως Δρομείς μεγάλων αποστάσεων.
Που και νεκροί.
Θα τερματίσουνε. Στο στάδιο.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
196. Κουβέντα:

Στου φθινοπώρου.
Τη βροχή.
Όταν υπάρχει πια ως εποχή.
Δεν κρυώνεις.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
197. Αλληλογραφία:

Η μοναδική μου αλληλογραφία.
Με έναν της υπαίθρου.
Άνθρωπο.
Και όρος απαράβατος.
Στη συμφωνία.
Να γράφουμε ο καθένας.
Για τη φύση.
Όπου εκτυλίσσεται.
Η ζωή μας.
Κι αυτός.
Γραφή.
Για μια βροχή μες στις ελιές.
Κι αγριολούλουδα χειμώνα.
Κι εγώ.
Για αγριολούλουδα.
Στα πεζοδρόμια
Κι ελιές σε διαμερίσματα.
Υπό προθήκες μουσειακές και γυάλινα χωρίσματα.
Αυτός.
Γι’ αγριοκάτσικα.
Στα γκρέμια.
Του Διάολου.
Τα παιδιά.
Μες το φεγγάρι
ελεύθερα.
Κι εγώ για αγριοκάτσικα στα εργοστάσια.
Που δεν δουλεύουν.
Σαν τους παππούδες τους.
Αλλά χορεύουν.
Με φως Σελήνης.
Από νέον.
Αυτός για τα πουλιά με ορίζοντα.
Και ήλιου ακτίνα.
Κι εγώ. Για τα πουλιά.
Στα κτίρια.
Και τον ήλιο. Που δεν φτάνει ότι το φως.
Που έρχεται σε μας.
Ανήκει στο παρελθόν.
Αφού θέλει χρόνο.
Για να ακουμπήσει τη γη.
Από την όξινη ατμόσφαιρα.
Και τα κτίρια.
Στις πόλεις εδάφους μας.
Δεν φτάνει πια.
Και κράτησε καιρό αυτή η συνομιλία.
Μέχρι που κόπηκε.
Από μένα.
Από δειλία.
Να παίρνω γράμματα.
Από κόσμο.
Φύσης Πραγματικής.
Κι ελευθερίας.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
198. Ομάδα χωρίς ελλείψεις στον αγώνα:

Όταν κατάλαβα.
Πόσο νέοι.
Οι γονείς μου.
Έγιναν γονείς μου.
Τους συγχώρεσα.
Και για πρώτη φορά.
Στο γήπεδο.
Κατέβασα μια ομάδα.
Χωρίς τις ελλείψεις.
Της φαμίλιας μου.
Που των τεσσάρων σημείων του ορίζοντα.
Και όσο κι αν είχα αρκετούς.
Τραυματισμένους.
Ούτε λιοντάρια.
Στην αρένα των Ρωμαίων.
Και από φιλοξενούμενη.
Η ομάδα.
Σαν ’να ταν πάντα.
Το γήπεδο.
Δικό της.
Τους πήρε και τα σώβρακα.
Και κλάμα.
Ο οπαδός της.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
199. Θνητές ηλικίες:

Η κατανόηση.
Της βραδύτητας.
Του χρόνου.
Στο σιωπηρό το βίωμά του.
Εκεί.
Και η επίγνωση.
Πως δεν περνούνε.
Γρήγορα.
Τα χρόνια.
Αλλά οι ηλικίες.
Της θνητής.
Ζωής σου.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
200. Πολτός του εφήμερου:

Ως διορθωτής.
Και βαρδιανός.
Σε απογευματινές εφημερίδες.
Ο βίος μου.
Με άλλον χρόνο.
Και όχι με τον κοινό.
Και μια συνεχή τριβή.
όγω της φύσης της εργασίας.
Με το εφήμερο.
ης ίδιας.
Της ζωής:
Ποτέ στο σήμερα.
Πάντα στο αύριο.
Και όσο για το χθες.
υνήθως κομμένο από τους μοντέρ.
Για να γλιτώσουν λέξεις.
Και να χωρέσει όλο το κείμενο.
αν να τσεκάρεις στο ημερολόγιο.
Την επόμενη μέρα.
Στις εφημερίδες δουλεύεις.
Για το φύλλο.
Το αυριανό.
Και οι αργίες.
Όχι οι κοινές.
Αλλά την προηγουμένη.
Και μ’ εργασία.
Τις Κυριακές,
Αφού οι εφημερίδες κυκλοφορούν Δευτέρα.
Κι υποχρεωμένος
Να διορθώσω.
Τον ημερήσιο καιρό.
Κηδείες.
Και τα νέα.
αι την επομένη.
Να τα δω έναν πολτό,
Ώσπου το εφήμερο.
Μου γίνηκε συνήθεια.
Και η επίγνωσή του.
Οι εφιάλτες μου.
Τη νύχτα.
Τόσο εφήμερη εργασία.
Όσο κι ο χρόνος.
Που με προέλευση.
Από τον κοσμικό αφρό.
Ακόμη τον μετρούν.
Στα εργαστήρια.
Για να τον προσεγγίσουν με ακρίβεια.
(Να συμπληρώσω.
Πως όταν τα παραπάνω.
Τα είπα στο φίλο μου βοσκό.
Μου απάντησε.
Πως, όχι. υπήρξα τυχερός.
Τα επαγγέλματα.
Που ζουν μες στο εφήμερο.
Σαν το δικό μου και τον δικό του.
Μην ξεχνάς.
Μου είπε.
Πως πεταλούδες και λουλούδια.
Οι άνθρωποι της υπαίθρου.
Τα λέμε εφήμερα.
Ή ψυχές.
Μπορεί να σε τρελάνουν.
Αλλά σε κάνουν πιο δυνατό.
Όταν τα πέταλά σου θα τινάξεις.
Και στη θανατοφορία.
Της αθανασίας.
Θα περάσεις).
. ---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

201. Σύγκριση τραυμάτων:

Η πρώτη σύγκριση τραυμάτων. Στη ζωή μου. Στην ηλικία. Που παιδική η μορφή μου. Σε ώριμη ψυχή. Λόγω ενός χάρτη. Γονιδίων. Με μεταλλάξεις. Προσφυγιάς και αποσπάσεων. Με τη βία. Αποτελεί προεργασία. Για την εγγραφή μου. Σε κάποια αγέλη. Που όμοιοί μου. Που θα μου χάριζε. Πυγμή. ¨Όλα θεόρατα. Κι οι δύστυχοι. Γονείς μου. Μαχαιρωνόντουσαν. Απάνω απ’ το φαΐ. Πάσχανε κι αυτοί. Από την έλλειψη. Του ήλιου και της παλιάς της φύσης. Τη μορφή. Χιλιάδες πέφτουνε απ’ τις ψηλές. Πόλεις. Την ασθένεια. Τη λένε μελαγχολία. Θερμοκηπίου. Και μοιάζει ανίατη. Παρά την πλήρη. Φαρμακολογία. Για τις αρρώστιες. της ψυχής. Λοιπόν. Η πρώτη. Σύγκριση. Τραυμάτων. Μετά από ακροβασία. Με ένα μπουκάλι παλιού αλκοόλ. Κι όχι σε χάπι. Από τη μια πλευρά της γέφυρας. Στην άλλη. Στην αποβάθρα. Για τα τρένα της Εναέριας Πόλης. Που ξεγελάνε πως πετάνε. Πολλά τα τραύματά μου. Αλλά όρθιο. Το κεφάλι. Κι ήταν σκληρή η αγέλη μου. Στη μάχη. Αντίπαλοί μας. Τα παιδάκια με τα πλούτη. Κι αυτά. Με εξάρτυση. Και άδειας οπλοφορίας. Ενώ εμείς. Με όπλα. Παλιού αιώνα. Μολότοφ. Και λεπίδια. Χωμένα σε λεμόνια.
. ---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

202. Ήχος βημάτων:

Μ’ άλλον τρόπο διέσχιζε τους δρόμους.
Σαν να περπάταγε .
Σε φύλλα.
Είχε ένα βήμα.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
203. Παρών:

Οι βιαστικοί.
Στα κοντινά ταξίδια.
Οι γαλήνιοι.
Στα μακρινά.
. ---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
204. Παρών:

Μια καθημερινή μου.
Ούτε σκυλιά.
Με γάβγισαν.
Ούτε άνθρωπο συνάντησα.
-------------------------------------- -------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
205. Κίνηση του Xρόνου:

Σε καμιά περίπτωση.
Ο χρόνος δεν είναι ακίνητος.
Ούτε στο χθες.
Ούτε στο τώρα.
Ούτε στο μέλλον.
Το βέλος του αμείλικτο.
Το παρελθόν είναι πάντα πίσω μας.
Και το μέλλον δεν έχει έρθει.
Ακόμη.
Αλλά χωρίς αυτόν.
Ανύπαρκτος
Γιατί της ύπαρξής μας προηγείται.
Και στον μόνο κόσμο.
Που ακινητοποιείται- Τακτοποιείται-
¨Η οραματίζεται στο χώρο της μνήμης.
Της μεγαλύτερης μηχανής.
Αυταπάτης.
Και ψευδαισθήσεων.
Που γνωρίζεις
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
206. Παρών:

Ενα παιδί με σώζει.
Από τη μανία.
Να σκίζω.
Με κλειδιά τις λαμαρίνες.
Σε αυτοκίνητα.
Νταβάδων.
Και κυριών της κοινωνίας.
Του τρόπου ζωής.
Του κέρδους,
Και της φήμης.
Με δίχως έργα.
Ούτε αξία.
.Που μου μολύνανε μια κάτω συνοικία.
Για να έρχονται. Να τρώνε υπό τη μουσική. Διασκεδαστών εστιατορίων.
Και στο Μεσαίωνα. Όλοι μαζί θα κάνανε καριέρα. Μαζεύοντας γυναίκες- ανθρώπους ελέφαντες γυναίκες με μουστάκια ή. Κάποιους με ραμμένο στόμα να φαίνεται πως πάντοτε γελάνε. Υπό γυάλα. Τόσο πολύ γουστάρουν δόξα. Το θέλω πίσω αυτό το μέρος. Με τα ερείπια εργοστασίων. Και τα γερόντια. Και το παλιό. Το ψωροπάρκο. Που ’χω παρακολουθήσει. Τον καλύτερο ποδοσφαιρικό αγώνα. Από δύο ομάδες. Που δείχνανε στο μέλλον τους. Τα δόντια. Κι αν τόσο κόπτεστε πολύ για αναπλάσεις. Σε κάτω συνοικίες. Κάντε τα θέατρα ή πάρκα. Μόνο φύσης. Μη τα χαρίζετε σε τράπεζες. Και πολυεθνικές επιχειρήσεις. Και καταντούν. Όπως η «Ντίσνεϊλαντ» του Μίκυ. Π’ αν πας. Πολύ θα τον μισήσεις. Από το εμπόριο.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
207. Διαθήκη:

Ποτέ.
Στην αριστερή.
Με αυτό το μηχανάκι.
Εκτός κι αν. Καις.
Ξεπίτηδες.
Εσένα ως καντηλάκι.
Αν με κυνηγούν η μπατσαρία.
Ή οι σκιές της αλητείας.
Θα σε κάνω.
Απλά. Χαλκομανία.
Όπως τον Τομ.
Ο Τζέρι.
Στα κινούμενα σχέδια.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
208. Μοναδικός έγκλειστος:

Μουγκή σε κάνει. Η χολή. Γι’ αυτό. Να μην ανησυχείς: Αυτή η ψυχή. Που τη μισείς. Ως ρόπτρο σου. Επί της γης. Έχει αυτοβούλως εγκλειστεί. Και αυτό. Το άσυλο. Για φρένα. Έχει ασθενή.. Μόνον αυτή. Που σιλουέτες. Οι γιατροί. Και η φωνή τους μακρινή. Όπως συμβαίνει στους μποξέρ. Μες στον αγώνα.
Και. Δίχως. Πόρισμα. Η μελέτη τους. Ακόμα. Πώς τόση βία. Την ξεγέννησε. Στα χρόνια. Και σε ψυχές. Που δεν θα πείραζαν. Μια τρίχα. Κι όμως της ρίξανε. Λεπίδα. Ή την κλότσησαν σαν το σκύλο. Γιατί ως αδέσποτο. Δεν έκανε σχολείο. Κι ήταν οι τρόποι του. Γονίδιο από λύκο. Κι αυτοί. Τα χάσανε. Στο ανήμερο θηρίο. Και αυτή. Κι εσένα. Και τους άλλους. Δικαιολογεί. Μες το γραφείο:
«Από την οργή τους. Για το μαύρο. Έξη. Στο χρώμα. Του αοράτου. Μιας προσδοκίας. Διαψευσμένης. Ότι ως ήλιος θα τους φέγγεις. Αφού παιδί από καλοκαίρι. Ενώ ο χρόνος μου στις φάσεις. Του φεγγαριού. Που θυσιάζεις. Κρέας ωμό για προστασία. Με των Καβείρων θεουργία».
Κι αυτοί ανένδοτοι: Εγκλεισμένη. Όπως ο Ες. Που η Νυρεμβέργη. Του ’ρίξε ισόβια. Και ως ο μόνος. Φυλακισμένος των Συμμάχων. Αυτή. Θυμάται. Μία πόζα, Από παλιά. Εφημερίδα. Με το μελάνι της. Στα νύχια, Με το σκουφί. Ενας γεράκος. Με ένα φρουρό. Να παίρνει ήλιο. Και πίσω άλλος. Με το όπλο. Να τους κοιτάζει. Από 'να πύργο.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
209. Αρμυρίκια στα μάτια:

Αυτή η γυναίκα. Η ζαρωμένη. Σαν γριά. Απάνω. Σε βαλίτσα. Είν’ το κορίτσι μου. Το ομορφότερο Απ’ όλα. Τα κορίτσια. Και αυτό το σώμα. Που τα ρούφηξε. Τα νιάτα. Όπως οι άλλοι. Περπατούν. Έτσι. Για πλάκα. Αν δεν τ’ αγκαλιαστώ. Δεν παίρνω. Άλλη παράτα. Μαζί της. Πήρα. Δυο καράβια. Το ’να. Με έκλειψη Σελήνης. Στα ουράνια. Και τ’ άλλο. Με ήχο. Μία. Του ύπνου της. Ανάσα. Κι η απουσία της. Βαρίδι. Στην προβλήτα. Ταξίδι. Ούτ’ ένα. Από τότε. Με καμία. Μ’ εκείνη μόνον. Τη γριά σου. Στη βαλίτσα. Και απ’ τα δάκρυα. Στα μάτια μου, Αρμυρίκια. Που θα τα κόψουνε. Να στήσουνε καντίνα. Με προλαβαίνει. Πριν με φράξουνε. Με σύρμα.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
210. Καθημερινή:

Σήμερα. Με κοίταξε. Ενας τυφλός.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
211. Παρόν:

Ένας αδερφός. Ξηλώνει καθρεφτάκια. Αυτοκινήτων. Γιατί τον εμποδίζουν. Στους περιπάτους του. Της πόλης. Κι ύστερα. Τα εκθέτει. Σε ένα μουσείο. Που το λέει «Τιμωρία της αστικής μας απληστίας». Το οποίο. Περιλαμβάνει. Και κάμποσα. Σκουπίδια.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
212. Εξομολογητήριο:

Από την κοινωνία. Κανένα νέο. Κι εγώ. Εκτροχιασμένο. Τρένο. Κλείνει. Κι η εντέκατη. Πόρτα. Φυλακής. Και κλαίω. «Νικόλα. Είσαι φυλακή». Μου λέω. Και όλος στεγνώνω. Είχα. Να πάω. Στη Γ’ πτέρυγα ψηλά. Να διασχίσω είχα κελιά. Κορμιά. Και μάτια. Στοιβαγμένα. Κι είχα στο νου. Τα αμερικάνικα. Τα έργα. Πως θα με βρίζουν. Και σεντόνια. Θα καίνε. Με αναπτήρα. Και θα χτυπάνε. Τα σίδερα. Με βία. Κι αντί. Γι’ αυτό. Μια ησυχία. Μέσα σε τάφο. Ζωντανός. Για δέκα ευρώ. Που πήρα από περίπτερο. Για δόση. Ως μακροχρόνιο. Πρεζόνι.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
213. Αυτοκαταστροφής χημεία:

Είχαμε κόψει. Τις φλέβες μας. Μαζί. Αυτή παιδί. Κι εγώ. Στην εφηβεία. Τις ίδιες μέρες. Ακριβώς. Της αυτοκαταστροφής. Η μυστική χημεία.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
214. Βλέμματα:

Όποιος αγαπάει. Οι κόρες. Στα μάτια. Πιστό σκυλί. Όποιος μισεί. Οι κόρες. Στα μάτια. Γάτας τυφλής.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
215. Ακοή του βυθού:

Όποιος έχει. Εσωτερική. Ακοή. Ξέρει πως. Του βυθού. Η πιο κοντινή. Ακόμη κι αν. Στερείσαι. Ακοής. Ακούς με αυτήν. Ακόμη κι αν. Τη χάσεις. Μένεις με αυτήν. Και μακριά. Από τον κόσμο. Οι απόηχοι. Πιο ευκρινείς.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
216. Φράχτης:

Σωστά μιλάει. Αφού αποδέχομαι. Το πάθος της. Αυτό. Με φονικά κι αυτοχειρίες. Γιατί έχει μάθει να αγναντεύει ιδιοκτησίες. Συνέταξα. Με αίμα μου ζεστό. Συμβόλαιο με το θάνατο. Χωρίς αμφιβολίες. Μα στο χωράφι. Έχω φωνάξει. Τον Βαν Γκονγκ. Να ζωγραφίζει. Εσαεί. Σπορές. Και ρίζες. Μακριά. Από των χωρικών. Τις πέτρινες βλαστήμιες. Να ξεφλουδίζονται. Και οι πέτρες. Στους πίνακες του. Σε προθήκες. Και να στηρίζονται. Εγχώριες Οικονομίες.
Και. Για το τέλος μου. Το βίαιο. Το τόσο σίγουρο. Όσο κι ο θάνατος. Στο βίο. Της έχω πει. Πως θα με βγάλει. Από το σθένος του αυτόχειρα. Που φτάνει. Τα Ιμαλάια. Με Σάμπρα. Ν’ οδηγάει. Γι’ αυτό πριν. Από το αύριο. Τραγουδάω. Κάποιος τουλάχιστον. Να ξέρει. Πως δεν με σκότωσε η αγάπη. Αλλά το χτίσιμο. Ενός φράχτη.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
217. Ερωτευμένα φίδια:

Μην μπεις. Ανάμεσα. Σε φίδια. Που αγαπιούνται. Και τους πετάξεις. Πέτρα.
Ακόμη κι άκακα. Να είναι. Αν ενοχλήσεις. Αυτή τη σφαγή. Του έρωτα. Οι θρύλοι και οι δράκοντες. Θα γίνουν. Όπως τους βλέπανε. Οι παλιοί. Άνθρωποι. Σαν όντα του αοράτου. Ενώ είναι γνωστό. Πως όποιος διέκοψε. Αυτόν τον έρωτα. Της ζήσης. Και με σαμάνου. Το αντίδοτο. Δεν καταφέρνει. Να επιζήσει.
Δεν είναι τα στοιχειά. Που φέρει ο αέρας. Που προσπερνάνε. Τυλιγμένα. Με Ολόκληρα δέντρα. Αλλά ο Τειρεσίας. Με τους χρησμούς. Σε πληγωμένο. Δέρμα.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
218. Ταυτότητα:

Ανήκω στο υγρό χάος. Όπου βασιλεύει. Η κυρά. Των αχαλίνωτων. Όντων. Που πήρε το όνομά της. Από τους μαύρους κύκλους. Στα μάτια. Και τη σελήνη. Την τρομερή. Θεά. Την παίζει. Στα δάκτυλα. Αφού εξουσιάζει. Τα νερά. Αυτά.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
219. Αστική Δικαιοσύνη:

Ο δρόμος. Που ’χει το όνομα ευεργέτη. Του κράτους. Που τα λεφτά του. Απ’ τα μεταλλεία. Όπου αναστέναξαν. Γενιές εργατών. Μέχρι θανάτου. Και τα σωθικά τους. Το λίπασμα του. Στα κτήματά του. Στα σύγχρονα χρόνια. Ταυτισμένος. Με την πορνεία. Την Πιο τίμια. Απ’ την πορνεία. Τη δική του. Κι όσων αφεντεύονται. Τον κόσμο. Με αδικία. Και μοιάζει τιμωρία. Σαν μνημονεύεται. Να σκέφτεσαι. Την πιάτσα. Των πεταλούδων. Και των τεχνητών. Φύλων.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
220. Ορισμοί:

Τα όνειρα. Η ψυχή ανάποδα. Οι εφιάλτες. Η ψυχή στα γόνατα. Η πλήρη τους απουσία. Από της φύσης. Τη λειτουργική μνήμη. Δεν σημαίνει τίποτα. Γραμμένα. Στη βαθύτερη. Που η ψυχή. Στη συνεσταλμένη στάση. Του εμβρύου στη μήτρα.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
221. Χαράκτριες προσώπων:

Των προσώπων. Την έκφραση. Χαράσσει. Ο εγκέφαλος. Όπου γραπτώς την παραδίδει στην ψυχή. Που εντός του. Και στις αγάπες μου. Οι χαράκτριες. Αφού με γάβγισαν. Σαν τα σκυλί. Τον θάνατο. Στη συλλογή. Του διαφθορείου μου. Μια έκφραση στον τοίχο μου. Που οι πλαστικοί. Την κάνουν κέφι. Για εργασία. Στο πτυχίο τους.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
222. Στο χείλος των νευμάτων:

Συνανθρώπους Που κοκαλώνουν. Στο χείλος. Των φωνών. Σε νεύματα. Ή χειρονομίες. Και. Στη στάση. Αυτή. Μεταφέρονται. Σε άσυλα. Ψυχικών νόσων. Άμα τους δεις. Σαν να σε χτυπάει κατακτητής. Με το υποκόπανο.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
223. Στενοτοπιά:

Από τη στενοτοπιά. Τον 21αιώνα. Περισσότερα παιδιά οι φονιάδες. Αντί. Αινιγματοθέτες της.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
224. Παρόν:

Στη ζωή. Δεν υπάρχει. Παζλ. Όποιο κομμάτι. Βρίσκεις. Προχωράς. Κι όταν δεν βρίσκεις. Κάθεσαι στο άδειο. Μια συμβουλή: Μην κάτσεις. Πολύ. Στ’ άδειο.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
225. Ο γάντζος των πράξεων:

Κάθε σου πράξη. Γάντζος. Που πιάνεται. Σε άλλον. Στην αλυσίδα. Των στιγμών. Και στους γάντζους. Της ομορφιάς. Και της γαλήνης. Δύσκολα κλείνει.
Και λίγο κρατάει. Στον καιρό. Ενώ σε αυτούς. Της ταραχής. Σαν το κλειδί στην πόρτα. Και μέχρι να σκουριάσει. Χρόνια.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
226. Πυροβολισμοί ευγένειας:

Από την παιδική μου ηλικία. Μου λείπει η αηδία. Στον κόσμο των μεγάλων. Όπου Παρέμεινα παιδί. Γι’ αυτό και δεν υπήρξα. Αφού το ’χα σκεφτεί. Αλλά. Δεν με ενδιέφερε. Στην κοινωνία τους. Να υπάρξω.
Βγήκα στο δρόμο. Για να παίξω. Ως θανάτου. Να είμαι. Γi’ αυτούς. Ο αμάζευτος μπελάς τους. Στο Νέο Κόσμο τα παιδιά. Πόσο μας μοιάζουν. Και ως αφύσικο. Χειρότερα από ενήλικο. Λες κι η συνείδηση. Έστω η παιδική. Πήγε περίπατο. Κι η έκφρασή τους. Αυτή η έξι. Που ονομάζεται απλώς. Διπλωματία. Σαν κουρασμένη. Ή φιλική. Και με ευγένεια. Που σε Βαρά σαν καραμπίνα.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
227. Παιδική σκέψη

Η φίλη μου. Παιδί. Την ξέρω. Από τα έξι της. Δεν βλέπω το πουλί. Θα Κάνει βόλτα. Στο κλουβί. Μια σκέψη της.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
228. Βόμβες διασποράς:

Χρειάζομαι βόμβες. Διασποράς. Στη μνήμη. Όπως διαλύονται και σκοτώνουν ό,τι τύχει. Αυτό να γίνει.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
229. Χρήστες αντικαταθλιπτικής αγωγής:

Πικρίζουνε. Τα χάπια. Πικρίζουμε κι εμείς.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
230. Σαμποτάζ στις Διαφημίσεις:

Όταν βλέπω διαφημίσεις. Της Παράλληλης Τηλεοπτικής Ζωής. Με παιδιά να τρέχουν. Σε κήπους και λιβάδια. Σε δάση κι αμμουδιές. Κρατώντας παγωτά. Και γάλατα. Δεν πέφτω κάτω. Από τα γέλια. Αλλά της κόβω. Ως επικίνδυνες. Αμέσως στον αέρα. Και ρίχνω αυτόματα δικές μου. Από την Πραγματική Ζωή. Κρατώντας τα ίδια προϊόντα. Παιδιά. Που προσπαθούνε. Να τρέξουνε. Ανάμεσα σε αμάξια. Παιδιά που ευτυχισμένα. Με μια μπασκέτα. σε μια μάντρα. Ή με αλάνα πάρκου. Με στρωμένη πλάκα. Παιδιά Λευκής Κυρίας. Βαπόρια Ατλαντικού. Σε τρικυμία. Παιδιά που ράβουν. Σε υπόγεια. Τα ρούχα που φοράτε. Και κάνετε φιγούρα. Παιδιά ξερά από τη δίψα. Και σαν τη χούφτα μου. Απ’ την πείνα. Παιδιά που σώζουν. Τους γονείς τους. Στις μάχες. Της κουζίνας.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
231. Ξηλωμένη ρίζα:

Άνθρωποι. Μου πήραν. Τη φωνή. Και δεν την ξαναβρήκα. Ίσως μια ηχώ της. Στα καρτοτηλέφωνα. Των Μητροπόλεων. Όπου οι απάτριδες μιλούν. Κι όταν κατανοούν. Ότι δεν έχουν πια πατρίδα. Με λύσσα. Τα ξηλώνουνε. Σαν ρίζα.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
232. Απαγορευμένο παιχνίδι:

Το αγαπημένο παιχνίδι παιδιών. Η δημιουργία τεχνητού. Ουράνιου τόξου. Με μια ακτίνα φωτός. Και μια σταγόνα νερό. Που η παρακολούθησή του θέαμα μαγικό. Για τους δίχως φύση. Ανθρώπους των Μητροπόλεων. Απαγορεύτηκε από την Υπηρεσία Κατά της Πρόκλησης πραγματικής Συγκίνησης. Μετά τις δεκάδες αυτοχειρίες θεατών της. Προκαλώντας αντιδράσεις. Από ’δώ και πέρα θα συνιστά τρομοκρατική πράξη. Η δημιουργία ουράνιου τόξου. Δήλωσε ο αρχηγός της Αστυνομίας. Αλλά κρυφά στα σπίτια. Το πείραμα της χαμένης ομορφιάς. Δεν σταματά. Κι ας φέρνει δάκρυα στα μάτια. Ως απουσία.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
233. Αυτόπτες μάρτυρες:

Γραφίδα. Της πραγματικότητας. Η μνήμη. Ξεχωριστής γραφής για τον καθένα. Ακόμη και στα κοινά. Τα βιωμένα. Απόδειξη. Οι αυτόπτες μάρτυρες.
Όπως την πραγματικότητα. Την ξετυλίγουν. Οι τρεις αισθήσεις. Αυτές για τον καθένα. Οι αποδείξεις.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
234. Ο δρόμος που περνάει με κόκκινο:

Δεν φταίω. Εγώ. Ο δρόμος. Πέρασε. Με κόκκινο. Και χτύπησα. Σα σφαίρα. Στο πεζοδρόμιο. Ρωτήστε και το τζάμπα μου κοινό. Πάντα. Πολύ. Στις τραγωδίες. Με στόματα ανοιχτά. Γιατί τους δίδαξαν. Να ζουν. Σαν να ’ναι αιώνιοι. Οι θρησκείες. Πως οι φθορές. Μοίρα κακή. Που σε πληρώνει. Κι όχι το σαλό μου. Το μυαλό. Που θα γκαζώσει. Σα βλέπει δρόμο. Να περνάει. Με κόκκινο φανάρι. Μήπως ξεχάσει. Πόσο περαστικός. Ό ίσκιος του. Στην πλάση. Όπως τον νόμιζα. Τον κόσμο. Ως παιδάκι.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
235. Ασχημόπαπο με κύκνους δολοφόνους:

Της ζωής μου. Οι ναυαγοσώστες. Ξαφνικοί. Ποτέ δεν είχα επίσημο. Στη θάλασσα. Με κιάλια. Γι’ αυτό και τους θυμάμαι με στοργή. Περαστικοί. Του δρόμου. Κι οδηγοί ταξί. Παιδιά. Που δούλευαν σε μπαρ. Κανά σκυλί. Που βρήκε αδέσποτη ψυχή. Όσο κι αν ξεγελούσα. Ως μορφή. Δεν είχα ανθρώπους. Και δεν υπήρξα ποτέ δημοφιλής. Ενα ασχημόπαπο. Με κύκνους δολοφόνους. Κι από πνιγμό. Ακόμη. Αναρρώνω. Εκεί. Δεν βρέθηκε κανείς. Ούτε περαστικός. Ούτε οδηγός ταξί. Ούτε παιδί. Που δούλευε σε μπαρ. Ούτε σκυλί.
Κι όταν ξεβράστηκα. Με μάζεψε αστυνόμος.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
236. Μέλλον:

Ο Εικοστός Αιώνας. Ο τελευταίος αιώνας. Αφής και Όσφρησης. Από τα τέλη του. Η πρώτη αίσθηση υπό Οπτικές Ίνες. Κι Ολογράμματα. Κι η δεύτερη. Δολοφονημένη. Από. Τον καταναλωτισμό. Της καθαριότητας. Τον φοβόμαστε πολύ τον πρόγονό μας. Και προς το μέλλον. Πάμε ως ρεπλίκες. Και ανδρόγυνα.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
237. Συμβουλή: Να μην έχεις κανένα πρόσωπο. Απάνω σου. Στα μάτια. Στις συσπάσεις. Ακόμη και στα κλάματα.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
238. Υπενθύμιση: Να θυμάσαι πως εκεί. Που πατάς. Μπορεί στο μακρινό σου παρελθόν. Ως έμβιο ον. Να ήτανε βυθός.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
239. Ζωγραφική: Όταν ζωγραφίζω πουλιά. Μ’ όλα τα χρώματα. Των τόπων όπου πέρασαν. Χρησιμοποιώ κάθε μπογιά. Ακόμη κι αίματα ανακατωμένα. Με χώματα. Και το αποτέλεσμα. Να μην τα αντέχουν. Ανθρώπων βλέμματα. Εκτός από τα πουλιά της συντροφιάς μου. Που τα επιδοκιμάζουν. Με ξαφνικά φτεροκοπήματα.
-----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
240. Παπούτσια του Βαν Γκονγκ:

Κόβει τ’ αυτί.
Κι αυτή η κηλίδα.
Από το καβαλέτο.
Ως τη δική μου.
Την ψυχή.
Στο νέο σπρέι.
Της Ιατροδικαστικής Γενετικής.
Για να ανιχνεύονται.
Ξεραμένα.
Ή σαπουνισμένα αίματα.
Ορατή.
Κι Είναι τα βράδια.
Που μου συστήνει τον Γιάννη Αγιάννη.
Στου Παρισιού.
Κάποια σκεπή.
Για να μου πει.
Τα λόγια.
Του Βίκτορα.
Που όζουν λύχνο:
«Το μέγεθός μου στη ζωή.
Όσο ένα σκαμνί.
Η κοινωνία είναι η ένοχος.
Διά το σκότος.
Που παράγει.
Όταν μια σκιά.
Γέμη σκιάς.
Γεννάται εντός της.
Η αμαρτία.
Και τότε.
Δεν είναι ένοχος.
Ο κατεργασθείς την αμαρτία.
Αλλά ο κατεργασθείς τη σκιά».
Κι όλοι αγκαλιά.
Ως τη Γέφυρα της Αστερλούης.
Πηγαίνουμε να δούμε του Ιαβέρη.
Το δαδί.
Πώς τη μακραίνει τη σκιά του.
Σαν κυνηγά.
Ενα φτωχό.
Που έκλεψε ψωμί.
Και στη σκιαμαχία.
Ως το πρωί.
Να παραβγαίνουμε μαζί του.
Και το ποτάμι από τα λόγια.
Να το γυρίζουμε.
Σαν φόδρα.
Και το διαλύουμε.
Σαν η πνιγμένη νεότητα.
Των γκέτο.
Στις κάτω συνοικίες.
Που ενώ πολίτες των χώρων υποδοχής.
Αφού σε εκείνες γεννημένοι.
Χαρακτηρίζονται από τους πολιτικούς διαχειριστές.
Μετανάστες. Τρίτης ή τέταρτης γενιάς.
Σαν να μιλούν για κινητά.
Ουρλιάξει: «Ζητείται εισαγγελέας. Να στραφεί. Κατά του κράτους.
Που κατά της ανθρωπιάς.
Κι υπέρ της εκάστοτε κομματικής στρατιάς».
Και σε περιουσία δημόσια.
Ή ιδιωτική ξεσπάσει.* Δεν θέλουμε να δει.
Ο ζωγράφος. Πως τα Παπούτσια του φοράνε. Όχι όμως. Για να ζωγραφίζουν. Ή να περιπλανιούνται. Αλλά για να γκρεμίζουν. Και να σπαταλιούνται. Και τους συμπονέσει. Και ανάμεσά τους. Τον συλλάβουν. Πρέπει τα χέρια του. Αιωνίως. Να ζωγραφίζουν. Και να μην είναι περασμένα. Σε χειροπέδα κρατητηρίων.

1.
Ως είναι φυσικό.
.όταν τε.
Δεν τους δόθηκε.
Τα πάντα θα χαλάσουν.
Κι αυτό που δικαιούνται. Χαμπάρι πάρτε .Πως και με βία. Θα τ’ αρπάξουν.
Μαζί με τα περίστροφα της Τάξης. Μαζί με τις ασπίδες και τα κράνη.
Σε τόσον ηλεκτρισμό. Σκοτώνονται. Όπως τα Ψυχάρια. Που τις μπερδεύουμε. Με τις τόσες τεχνητές πηγές.
Επειδή ως πλάσματα. Προσανατολίζονται. Με του ηλίου τις ακτίνες. Σαν πυξίδες.
Πολύ Τσιμέντο. Και γυαλί. Τεχνική. Κοινωνία. Και Επικοινωνία. Υπό αόρατες ίνες. Και σχολεία. Που. Στην εγκυκλοπαιδική μόρφωση. Διατεταγμένη υπηρεσία. Χωρίς Φύση. Επιστήμη. Τέχνη. Φαντασία. Τους κάνετε στην άκρη. Όπως ανέκαθεν. Το κάνατε στην ανθρώπινη ιστορία.
Κι, ευτυχώς, θα μπορούσαν να ’ταν δολοφόνοι*
(* Όπως η Μαίρη Μπελ. Που δέκα ετών. Το 1968. Στο Σκότσγουντ. Μία φτωχική κοινότητα 240 μίλια. Βόρεια. Του Λονδίνου. Δυο γειτονάκια της. Τα σκότωσε Για κέφι. Και στις κηδείες έτριβε. Τα χέρια. Ευτυχισμένη.
Κι εκείνοι. Οι δύο πιτσιρικάδες. Στο Λίβερπουλ. Που απήγαγαν και σκότωσαν. Ένα μικρότερο παιδί. Και τους κατέγραψε η κάμερα ασφαλείας.. Σκασμένοι. Από αδιάφορα σχολεία. Να χαζεύουν. Και το παιδάκι. Να το κλέβουν. Και τριάντα οκτώ. Άνθρωποι. Τα είδαν. Στη βόλτα. Μιας απελπισίας. Να το χτυπούν. Και να το σέρνουν. Αλλά προσπέρασαν. Συνηθισμένοι. Απ’ Τη βία των παιδιών της Βρετανίας..
Και η ανεργία. Στις πόλεις τους. Η ανέχεια. Και οι εγκαταλείψεις. Σχολικής στέγης. Σπάγαν’ ρεκόρ. Για το σκοτάδι. Αλλά η υποκρίτρια βρετανική αυτοκρατορία. Δεν έδωσε. Καμία σημασία. Στα στοιχεία. Έκανε, όμως, τον κόπο. Και στις δύο περιπτώσεις. Να διαρρυθμίσει τα εδώλια. Για να μπορούν τα πιτσιρίκια. Να παρακολουθούν ως κατηγορούμενοι. Την ακροαματική διαδικασία.
Αυτοί, τουλάχιστον. Με μία ονειροβασία: «Θέλω μια θέση. Για να βλέπω την ταινία». Που Από τον 20ό αιώνα. Αμερικανικής παραγωγής. Και σκηνοθεσίας.
Και χωρίς του Μαρξισμού. Καμιά. Ελπίδα.
(Κούφιο βουνό. Για όσους τον πίστεψαν. Με πείσμα. Που πέθανε την ίδια ώρα. Που η Οκτωβριανή Επανάσταση. Κατέλαβε την εξουσία. Σοφά τα λόγια. Της Εύας Γκόλντμαν. Όπως ένας έρωτας. Που παρακάλεσες. Τόσο να γίνει. Κι όταν τον εκπλήρωσες. Δεν ήσουν ούτε εσύ. Ούτε κι εκείνη. Αλλά αυτό. Που πόθησες. Στη μνήμη)---
Και Στην καταστροφή. Χωνεύεται η οργή τους. Και στου αναρχισμού την ουτοπία. Την οποία. Κράτος που αδικεί. Σύμφωνα με τα βαρόμετρα οργανισμών. Τη στατιστική. Έπρεπε να την αντιμετωπίζει ως το δικό της το παιδί Που αυτή το γέννησε σε βία. Και από της βίας της το αρχείο. Έτσι στα πρόχειρα. Πως 2,5 πήχες . Έχουμε ο καθένας. Σε αυτήν τη Μητρόπολη. Για φύση. Και για πράσινο. Γι’ αυτό στο Μέλλον. .Που πάντα κοντινό. Περίστροφα θ’ αστράφτουν. Και για πταίσμα. Και οι πολιτικοί διαχειριστές της. Αποκλειστικά στη Διατήρηση. Της εύκολης και άκοπης οικονομίας. Του εγκλήματος. Και της πάταξης δι’ όπλων. Και χημικών αερίων. Μην το ξεχνάτε. Η οργή επιδεινώνεται στη θέα Σωμάτων Ασφαλείας. Υπό εξάρτυση Στρατών κατοχής, Με εκφοβιστικά χτυπήματα. Σε ασπίδες. Και στη σειρά. Τα κράνη ...
Να σημειώσω ακόμη πως 1) Εξαιτίας τους κερδίζουν. Οι ασφαλιστικές εταιρείες. Με τις αποζημιώσεις στις ζημίες. Και πολλοί. Ζουν. Απ’ αυτό το αλισβερίσι. Σε άλλη μια σκοτόεσσα οικονομία. Που συντηρεί επαγγελματικές κατηγορίες. 2) Παίρνουν λίγο κόκκινο με τις φωτιές τους. Τα βαρετά δελτία ειδήσεων. Καναλιών. Με απόνερα πολιτικών και επιχειρηματικών αγωγών. Όπου βήμα. Πια διαχειριστών. Πολιτευτών. Και διαμορφωτών. Αισθητικής. Της μαζικής ψυχαγωγίας. Και δημοσιογράφων. Που προσπερνάνε. Την έρευνα. Των ρεπορτάζ τους. Για να περπατάνε κάποιοι στα χαλιά τους 3) Χαλάνε τα μηχανήματα αυτόματης ανάληψης. Το οποία εγκαθίσταται. Σε μια μέρα. Και τα οποία. Καλύτερα να μη λειτουργούν. Γιατί σου καταργούν την αίσθηση. Του Πελάτη. Και νιώθεις μέρος. Της τραπεζικής οικογένειας, Τη μεγαλύτερη αυταπάτη, Από καταβολής. Του καταναλωτή. Ανθρώπου. Στον Ψηφιακό μας Κόσμο.
Λυπάμαι. Που σας χάλασα τη μέρα.
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
241.Απόλυτη σιωπή:

Η αγαπημένη ασχολία του.
Στη θάλασσα.
Να κάνει βουτιά.
Και να κρατάει αναπνοή.
Βαλσαμωτική.
Αυτή η απόλυτη ησυχία.
Μετά τον σάλαγο.
Στα αυτιά του.
Απ’ τη Μητρόπολη.
Όπου και βρίσκεται η τοίχινη σπηλιά του.
Με μόνους ήχους. Της άμμου.
Που τρίζει στα κύματα.
Και το βυθό.
Και τα ανεπαίσθητα θροΐσματα.
Απ' του νερού. Τα πλάσματα.
Πολλές φορές.
Λοιπόν. Παρακαλεί να ξεχαστεί. Ο εγκέφαλός του.
Και ο μηχανισμός. Αυτοσυντήρησης. Να μην ενεργοποιηθεί.
Και σε αυτήν.
Την απόλυτη σιωπή.
Να πνιγεί.
----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

242. Μητρόπολη: Είδα έναν άνθρωπο. Στο δρόμο για τη δουλεία. Που στη δεξιά λωρίδα. Σαν αμάξι. Καπνίζοντας. Και μουρμουρίζοντας. Και με σκυμμένο το κεφάλι. Και πίσω ουρά τα γιωταχί. Που οι οδηγοί τους βρίζανε. Μα. Τη φωνή τους πίνανε. Σαν τον προσπέρασαν’. Και είδανε. Πως είχε απ’ τη ζωή ξεαλφαδιάδει. Και δύσκολα επανέρχεσαι και φτιάχνεις. Και τον είδα. Μέχρι που έγινε κουκκίδα. Να διεκδικεί ως λυπημένος άνθρωπος. Στο δρόμο. Μια λωρίδα.

------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
243. Μητρόπολη: Γουέστερν. Δεν είδα ως θεατής. Στο σινεμά. Αλλά στης Μητρόπολής μου. Την Πρεζοπλατεία. Της Ομονοίας. Όπου Τάξη. Της. Ασφαλείας. Με μηχανές. Ως Καουμπόηδες. Πιστολάδες Να κυνηγάνε. Τα πρεζόνια. Που ασθενείς. Εν πλήρη ένδεια. Εκ ουσίας. Μιας ασθενείας. Του Σύγχρονου Πολιτισμού. Γι’ ανάγκη τεχνητής χημείας. Ως νηπενθές. Στη μοναξιά του ανθρώπινου νου και την απελπισία. Που έχει τη γνώση. Της ύπαρξης τόσου κενού. Και να γελάνε. Που τα τζάνκια. Τρέχαν’ με αλλόφρονα τα μάτια. Από τα φώτα. Και το μαρσάρισμα. Των μηχανών. Μες στις στοές. Που δίχως Πρόνοια. Την έχουν για κοιτώνα. Κι αντί για λάσα. Τους παίρναν’ με τα κλομπ. Κι είχε και όνομα. Η Τάξη ως συμμορία. Που σχέση. Με των παράνομων. Καμία. Που λαϊκοί ήρωες. Αφού επιδίδονται. Για κύρος. Σε αρκετή φιλανθρωπία. Αυτοί έμειναν θρύλος. Για μια ασχήμια.. Πούστε υπουργοί της Πολιτείας. Να καμαρώσετε το σύστημα Υγείας. Στην αντιμετώπιση της μάστιγας των ναρκωτικών. Όπως τα λέτε στα δελτία. Ή σε μια ομιλία.
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
244. Ήχοι κορμιού: Τράβα σε κτίσμα ειρηνικό. Φάρο. Ή σταθμό Σιβηρικού. Σε τόπο στο κέρατο φιδιού. Νησιού. Που η αλληλογραφία. Αποκλειστικά με πλοίο. Κι αν δεν μπορείς στου νου σου το χημείο. Και σκίσε τη σιωπή τους, Με το κορμί σου. Και Με Τριγμούς δακτύλων. Και με Βυθούς της ακοής σου. Λόγω ησυχίας,. Και ύστερα πιο καθαροί. Κι οι ήχοι της φύσης. Κοντινοί. Μεγάλης ποικιλίας. Βροχή. Σε χώμα. Και σε φύλλα.. Η θάλασσα. Με κύμα από τα βαθιά. Σε μια προβλήτα. Ερωτικά σκιρτήματα. Για πεταλούδες. Από αγριολούλουδα. Ή Όταν φουσκώνει ένα ποτάμι. Και κυλάνε τα νούφαρα. Και θα βρεθείς σε παρυφές αυτογνωσίας. Ότι δεν κατέχεις καμιά κυριαρχία. Σε τούτο τον πλανήτη. Που αιώνια γυρίζει. Και θα ζεις από τους ήχους. Που οι άνθρωποι θα σου αγοράζουν. Για γαλήνη και για ύπνο.
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
245. Διακοπές:

Πώς πέρασαν οι μέρες στο νησί. Καράβια φτιάχνοντας. Με ξύλα και κλωστές. Και με νερό. Στις πέτρες. Τις στεγνές. Σε ένα μικρό νεκροταφείο. Αγνώστων. Που δεν είχα. Ούτε συγγένεια Ούτε φιλία. Και βόλτες. Σαν το Χριστό. Στα κύματα. Μόνον που εμένα. Δεν με αντίκρισε κανείς. Για να πιστέψει. Και να με ακολουθήσει. Όπως κι εκείνον. Ενάντια στους αφέντες. Στα άδυτα των αδύτων. Αντίθετα στην τοπική Τάξη. Με κάρφωσαν’. Ως νου. Πριν τις φωνές. Που αν ξεθαφτούνε. Η αντήχηση. Σε στέλνει. Σε έναν τοίχο. Να σπας με το κεφάλι. Αυτόν τον ήχο. Και δεν ξανάφτιαξα καράβι. Και δεν ξανάριξα νερό σε άγνωστα μνήματα. Και δεν περπάτησα ξανά σε κύματα. Του οδηγού μου μόνον. Κράτησα. τις συμβουλές. Που έσκαψαν βαθιά. Τα νύχια μου. Στο κέντρο της λωρίδας. Θα οδηγείς. Και αν δεν ξεχάσεις. Τα ονόματα των λουλουδιών. Που πάσχισα να μάθεις. Από τη βία. Τη δική σου. Και των άλλων. Ίσως να μην πεθάνεις.
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
246.Αναμνήσεις ως διορθωτής:

Μια καθημερινή. Σαν τη σημερινή. Ημέρα που σωθικά. Καρδιά ξεριζωμένα. Θυμάμαι ένα μονόστηλο. Στα Διεθνή. Τα νέα. Για βρέφος θηλυκό. Στην πόλη Κόρμπα. Της Ινδίας. Που ήρθε στον κόσμο. Κρατώντας στο χέρι. Το δεξί. Την καρδιά του. Και το γιατρό. Να λέει με μια φωνή. Που προσπαθείς. Να φανταστείς. Απ’ έναν κόσμο. Που ξέρεις μακριά σου. Πυρές του Γάγγη στη χροιά του: «Το βρέφος έχει. Μια πλήρως. Ανεπτυγμένη καρδιά. Έξω από το σώμα του. Στη μέση λαιμού και κλείδας. Τη στιγμή της γέννησής του. Την περασμένη Παρασκευή. Κρατούσε στο χέρι του την καρδιά του. Μια σπάνια περίπτωση. Που χρήζει βοήθειας». Και όλους. Τους βλέπω. Αγνώστους και γνωστούς- Με την καρδιά. Στο χέρι. Να περνούν. Ως καρδιές. Γεμάτες στεναγμούς. Και ανάσες. Μισές της αγωνίας. Και της ικεσίας. Καρδιές σκληρές. Με αναπνοές κανονικές. Και παιδικές μπαλόνια, Έτοιμα να σκάσουν. Σε καρφίτσα. Άρρωστες και τεχνητές. Κι όσο πιο γρήγορα. Αποδεχτώ. Ότι ήτανε ένα μονόστηλο. Στης ειδησεογραφίας τον εφήμερο πολτό. Τόσο πιο σύντομα. Απ’ τη σπηλιά. Θα ξαναβγώ.
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
247. Το μοναδικό μου ραντεβού με τον πρωθυπουργό:

Το μοναδικό μου ραντεβού. Με τον πρωθυπουργό. της χώρας μου.
Σύμφωνα με δήλωσή του. Δημοσία.
Π’ εγώ προσυπογράφω. Ως μια αλήθεια.
Που ξέρω ότι έχει πει.
Σε μια πλατεία.
Όπου ονομάζεται Σύνταγμα Δημοκρατίας.
Ως ταραξίας.
Γιατί από την Ασφάλεια και την Τάξη Του.
Έτσι αντιμετωπίστηκα. Από έναν πάνοπλο στρατό που λέει αστυνομία
ενώ διαδήλωνα.
Και δάσκαλος. Μαθητής. Φοιτητής. Εργάτης. Συνταξιούχος. Ήμουνα.
Εσείς φαντάζαστε. Δημοκρατίες. Χωρίς διαδηλώσεις, Και πορείες.
Με την οργή. Περιορισμένη σε λωρίδες. Για να υπάρχει τάξη κι ησυχία.
Στων καταστημάτων τη λειτουργία. Και να εξασφαλίζεται των αυτοκινήτων η κυκλοφορία;
Όπως αν κηρύσσατε στρατιωτικό νόμο δια της βίας.
Κι αν στάχτη. Του συστήματός σας. Η ιδιωτική και η δημόσια περιουσία. Και πιο πολύ. Από του Μαύρου. Τα παιδιά.
Είναι που εκ των προτέρων η στοίχιση σας για οδομαχία
Μ’ ολόκληρη στρατιά με χημικά. Και η θέα σας αρκεί σε κάποιον να να τα κάψει. Κι όταν υποστηρίζετε πως αν δεν κατεβείτε εν πλήρη εξαρτύσει η κοινή γνώμη θα σας πνίξει, το ψέμα σας μεγάλο. Πολιτικό και φαύλο. Αν ως αντίπαλος δεν στήνατε τείχη με ασπίδες και λεωφορεία και με τις μπότες σας δεν ρίχνατε ξύλο που στην εκπαίδευση σας ρίχνανε ή στο σπίτι και δείχνατε μπρος στην οργή ειρήνη. Δεν θα ήταν οι Πόλεις η χωματερή κυρίως για τα φύλλα, τα νέα στο μεγάλο δέντρο αυτής της κοινωνίας. Φύλλα που αντί να τα θαυμάζεται τα καίτε με αναπτήρα και καίγονται και δύσκολα ως φρέσκα και ως νέα. Και τα γυμνά κλαδιά αν δεν είναι από εποχή εικόνα αποτρόπαια. Σαν του Βαν Γκογκ τα δέντρα έξω απόντα άσυλα

Του Μαύρου τα Παιδιά δεν φοράνε την κουκούλα. Για να κρυφτούνε. Απλώς. Σε μια οργή. Χωρίς μεγάλα μέσα. Χρειάζεται η ανάσα σου. Να ακούγεται. Από σένα. Και ως κάλυμμα. Χρήσιμο. Για προστασία. Στη μύτη. Και στ’ αυτιά σου. Οι άλλοι. ρίχνουν χημικά. Κι εσύ μολότοφ και γκαζάκια. Σπάνε τα τύμπανα. Ματώνεις στο διάφραγμα).
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
248. Στρατιωτικά:

Φοράω στης ειρήνης τα πεδία από παιδί στρατιωτικά. Για να τους ξεφτιλίζω την ομοιόμορφη ασχήμια αλλά και προς υπενθύμιση πως είμαι σε πόλεμο με αυτήν την κοινωνία, που καλλιεργεί ως αρετή την απάθεια και την αρένα κι οι μέθοδοί της στις διακρίσεις, επιστημονικές και με ευγένεια, ως ασχημόπαπο αγόρι-κορίτσι, ως στάση ζωής και θεωρία ( προς ενημέρωσή σας εξ απαλών ονύχων γίνομαι φίδι στα πατώματα και σε έναστρο ουρανό, για να μαζεύω όσα περισσότερα νεφελώματα πλανήτες και κομήτες μπορώ αστεροειδείς και σκόνη αστρική από τις μαύρες τρύπες) στην παρουσία μου ανέκαθεν ξινίζουνε τα μούτρα κι ο κύριος κι η κυρία και η εμφάνισή μου στην εργασία με επιπλήξεις να είσαι σοβαρός και καθαρός κι όχι σκουπίδι κι από την εξάρτυση φοράω την ταυτότητα αναγνώρισης πτωμάτων στις βόλτες μου ως το χάραμα των πάτων, όπου πολλοί στ’ αζήτητα των ιατροδικαστικών πάγκων. Κι έριξα κάμποσα κορίτσια με τη χλαίνη και τις αρβύλες που κλωτσούσανε εμένα μοναχά κι άλλον κανέναν μα πιο πολλά τα έδιωξα μακριά κι ίσως να είναι ακόμη φοβισμένα που βρέθηκαν εμπόλεμα και ξύπνησαν στο αίμα. Κι ελπίζω να μη μου κρατήσανε κακία, που για να υπάρξω στην ανθρωπότητα, έστω, ως γνωμάτευση ψυχρή με τ’ όπλο στα μυαλά μου και στολή, της επιστράτευσης σας έδειξα χαρτί μη με ξεχάσετε με τη νύχτα.
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
249.Αγγελία:

Δεν είμαι παίξε- γέλασε φονιάς. Στην Ιντζιγια, πενήντα χιλιόμετρα από το Βελιγράδι, στο δρόμο για το Νόβισαντ, σε χώρα όπου ξανάσπασε σε κράτη και με άλλον πια γεωφυσικό και γονιδιακό χάρτη- τα ίχνη και σε μένα, στην έλικά μου περασμένα και τα φονικά μου ένστικτα πλήρως εξηγημένα - ως μονομάχος σκυλί εκπαιδεύτηκα. Κι από τρεις εθνότητες που πολέμησαν λυσσασμένα, είδα πολλά κι έμαθα. Έχετε, λοιπόν, αντίρρηση πως τρώω αντιπάλους στην αρένα; Κι από αντιπάλους τα Ρώσους μονομάχους εκτιμώ, οι περισσότεροι με αφεντικά που χάσανε από λύπη επειδή άνοιξε ο δρόμος για τη δύση κι αυτοί στο κούφιο κόκκινο βουνό σκοπιά της θλίψης και με μια βότκα φτιαγμένη σε διαμέρισμα στη Μόσχα τους βρίσκανε νεκρούς σε παγωμένη λίμνη και αυτά τα βήματα τα λένε βήματα του Φιοντόρ στον Πάγο οι ψυχικώς οικείοι.
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
250. Συστάσεις:

Είναι πτηνό, το οποίο μόνο του πετά και όχι κατ’ αγέλη κι η παρατήρηση του δύσκολη σε όποιον δεν το ξέρει Αλλά αν το δεις και μια φορά στα μάτια σου για πάντα η ελευθερία με φτερά σημάδι για τον Κάλχα.
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
251.Ταξιδιού οστεοφυλάκιο:

Από τις ράγες τράβα την εσύ. Μην την αφήσεις. Προς κατεδάφιση έχει μόνον ένα σπίτι. Κι αυτές τις σιδηροτροχιές, που δεν τραντάζονται από τρένα και ξηλωμένες προς όλες των ανέμων διευθύνσεις. Και πες της, για να την παρηγορήσεις, πως από τον τόπο της περάσανε τα τρένα και ο σταθμός είχε αφίξεις πολλές κι αναχωρήσεις. Τι να πουν κι αυτών οι τόποι, που στήθηκαν οι ράγες και μετάνιωσαν τη σύνδεση οι αρμόδιοι και δεν υπηρετήσαν το λόγο κατασκευής τους στον πλανήτη; Να πάνε στη ζωή κι ένα ταξίδι; Πες της για τη Λίμνη την Ξερή, όπου δεν στρώθηκε η γραμμή κι ακόμη φαίνεται η χάραξη στη γη και ένα σταθμό που Άγιο Φύλλο η ονομασία του κι έκανε επτά χρόνια να κτιστεί μα δεν λειτούργησε στιγμή και το κουφάρι του επ’ άπειρον του ταξιδιού οστεοφυλάκιο. Από τις ράγες τράβα την εσύ εμένα ως ρόπτρο της στη Γη με σπάει τον ίσκιο μου σαν δει.
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
252. Γνώθι τον καιρόν:

Κανένας καιρός δεν τηρείται από την εποχή του, φαινόμενο πια σύνηθες από την Μεγάλη Κλιματική Αλλαγή, που υφίσταται η Γη, γι’ αυτό και αλλάζει ξαφνικά στις Μητροπόλεις, γι αυτό και μοιάζει τώρα πια με απειλή. Κανείς μας, πλέον, δεν γνώθι τον καιρό κι η ακρόαση ή η παρακολούθηση μετεωρολογικών δελτίων της Παράλληλης Τηλεοπτικής Ζωής από συνήθεια κυτταρική αλλά και φόβο για να μην αποδεχτούμε πως με κατεστραμμένο τον πλανήτη γη ούτε καιρός ούτε εποχή.
227. Παιδική ηλικία: Η καλύτερη μου φίλη ένα παιδί, που κάθε μέρα βάζει ένα κοχύλι της στ’ αυτί και ανακοινώνει πως ακούγεται η θάλασσα ακόμη και πιο πολύ τα κύματα και έτσι ξεχνώ την απρόσκλητη όξινη βροχή στης Μητρόπολης την κουζίνα της Κόλασης- με όζον- διοξείδιο του άνθρακα κι αιθανόλη- και το επίπεδο υγρασίας, που χτυπημάτων φέρει ανάμνηση θολή- όπως εκείνα που με βαράγανε δέκα ψευτόμαγκες μαζί γιατί κατέβασα με ένα μπουκάλι μπίρα την όμορφή τους τζαμαρία για την επίγνωση Πως ήμουν σε μαγαζί της Περσεφόνης που πούλαγε κορίτσια για πάρτι υψηλών προσώπων σε ολυμπιακά ξενοδοχεία- ξεχνώ και τα κοχύλια πως φέρουν κέλυφος από σκληρό υλικό της φύσης ανθρακικό ασβέστιο όπου ο ήχος των κυμάτων σε επανάληψη πληροφορία που σε κάνει να αισθάνεσαι μικρός μπροστά στης φύσης τα εργοστάσια στα είδη που επιβίωσαν λόγω προσαρμογής αλλά μέχρι και η μικρή να ενηλικιωθεί αισθάνεσαι καλά που θα έχω κάποιον που αυτά που ξέρει του φαίνονται αρκετά να μιλά σαν να διαβάζει παραμύθια.
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
253. Αταίριαστη περιβολή στις εποχές:

Νιώθω ανακούφιση που χάλασε ο καιρός. Κι ας ξέρω πως στη Μητρόπολη δεν είναι φιλικός. Στο σύγχρονο οδοιπόρο και φτωχό( πλημμυρισμένα το σπίτια του στ’ υπόγεια και οι σχάρες εξαερισμών πρόχειρη σόμπα). Όμως, με ρούχα Δεκεμβρίου το πέρασα αυτό το καλοκαίρι και δεν αντέχεται το βλέμμα απορίας περίοικων, συναδέλφων και περαστικών, αγνώστων και γνωστών, γι’ αυτό το ντύσιμό μου. Και τη δοκιμασία της απάντησής που δίνεται σε διάλογο από μέσα μου, φανταστικό μου: Ο δριμύς χειμώνας στον εγκέφαλό μου, που τον πιστεύω ως της ψυχής την κατοικία κι όσο αυτός με παγωνιά και βαριά ενδυμασία για ταιριαστές περιβολές στις εποχές δεν έχω ελπίδα.
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
254 . Η αγροικία του Ιάσονα:

Στον παλιό κόσμο, όταν ο προσφυγικός Νέα Κάτι δεν είχε κατακλυστεί από αγροτικά, που τα ’χουν κάποιοι ενώ δεν ασχολούνται με σχετικές εργασίες απλώς για να κάθονται- ως εποχούμενοι- ψηλά, συγκροτήματα κατοικιών για το άπληστο Νέο Χρήμα κι υπήρχαν δάση όχι ως ψωριάρικη οπτασία όπως στις σύγχρονες τις Μητροπόλεις, ρουμάνια δάση και πλατάνια και δέντρα της αιώνιας διάρκειας πολλά κι αγριολούλουδα σπάνια κι αγροί με παπαρούνες και μαργαρίτες κι όχι εμπορικά κέντρα μαζικών αγορών, αλλά ρέματα γάργαρα που ψιθυρίζανε της Άρτεμης τα κυνηγητά με Νύμφες που χαν τα πέπλα στα αιδοία, το πατρικό του Ιάσονα συντρόφου μου στην παιδική ηλικία, σαν αγροικία κι όχι σαν χωριού της πατρίδας αλλά του Μισισιπή γιατί ο παππούς του ως μετανάστης έζησε εκεί και το χτίσε κατά παραγγελίας χωρίς ποτέ να το δει, του Ιάσονα η εξήγηση πως το κάνε ξεπίτηδες να εκδικηθεί τον τόπο του που δεν τον κράτησε με κτίσμα της Αμέρικα του Νότου σε στων Βαλκανίων συνοικία. Σε αυτήν, λοιπόν, την αγροικία, όταν υπήρχε ορίζοντας πριν να πλακώσει Μήδεια, με δηλητηριασμένα φορέματα και το μαχαίρι της αρχαίας ιέρειας, γι αυτήν ακόμη δεν αντέχεται να γράψω ιστορία - τα δειλινά μουχρώματα αξέχαστα ακόμη και τώρα που στη θέση του πολυτελής οικία το ποταμόπλοιο του Μπάρμπα- Μπεν και από πάνω των νέγρων μελώδια και εμείς είκοσι διάολοι που κάναμε ησυχία.
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
255. Απόλυτη αγάπη:

Μια απόλυτη αγάπη δεν έχω διηγηθεί. Δυο καρποί μιας προδοσίας, που στης αγάπης τη βαθιά σιωπή νιώθεις ντροπή κι αμφιβολία για τρόπους, που κοίταξες εσύ, δυο φτερωτές ψυχές, που όταν κοιτιούνται μες τα μάτια ασάλευτες με δάκρυα, φορείς τόσης ουράνιας ησυχίας, που και τη γη αναγκάζουν χωρίς περιστροφή- και χρόνο επίσημο αργά να σταματάει. Όπως οι σβούρες που παίζαμε μικροί με ένα τους βλέμμα και για πολύ καιρό μετά κάθε μου μέρα τα πόδια μου κοιτώ, μην ασεβήσω κι όσο μπορώ να αποδεχτώ πως την αγάπη ως θεατής της θα τη ζήσω.
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
256. Καταγωγή:

Είχα μια ταξιθέτρια στην παιδική μου ηλικία, αίμα θηλυκό συγγενικό, που κόχλαζε κουράγια και που έμαθε γραφή κι ανάγνωση απ’ τους υποτίτλους στις ταινίες κι από καθημερινής εφημερίδα και ρομάντζα. Κι ακόμη τη θυμάμαι με φακό στην αίθουσα την σκοτεινή τους θεατές να τακτοποιεί κι εγώ ξοπίσω της να βλέπω μια δουλειά τόσο σκληρή και ταπεινή, σημαντική, κι εκείνη σαν βασίλισσα που όριζε τη θέση θέασης στην αίθουσα. Και τη θέση που κράταγε αδειανή κοντά στην έξοδο για να μη χάνει κι εκείνη την ταινία και τους καθυστερημένους να οδηγεί με ησυχία, ως θρόνο έβλεπα. Πως νοσταλγώ τις αυταπάτες της παιδικής ηλικίας που ως πραγματικότητα πιο ενεστώσα κι απ’ την μορφή μου στης αστυνομικής ταυτότητας τη φωτογραφία.
Παρόν: Άλλη μια μέρα χωρίς εποχή κι αυτές οι μέρες έχουν πληθύνει τελευταία. Ένα ανακάτεμα άνοιξης και χειμώνα και καλοκαιριού και φθινοπώρου και τόση υγρασία που παρακαλάς να μην είχες κόκαλα.
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
257. Ανθρωπότητα:

Στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο του 20ού αιώνα. Κι όταν οι ναζί πατήσαν’ τον Παρθενώνα με την μπότα κι έπεσε πείνα και αρρώστια, ο πατριάρχης της μητρικής οικογένειας με έξι παιδιά δεν τα έφερνε βόλτα κι έτσι αποφάσισε τα δυο μικρότερα να ζήσουν στον αδερφό του στην Πόλη με τα Μεταλλεία, στην επαρχία, που η πείνα δεν θέριζε όπως στην Αθήνα. Και πήγανε με τρένο τα καημένα και τους περίμενε και στο σταθμό το ίδιο αίμα αλλ’ απ’ το πρώτο βράδυ ξύλο και φοβέρα και ως δουλάκια τους φερθήκανε και ξένα. Μα ο Ζαχαρίας με την Άννα παιδιά ενός έρωτα μεγάλου που το σκάσε μακριά για να επιζήσει, πριν να χαράξει καπνός είχανε γίνει. Όμως, σε κάποιο κουρνιαχτό σε γερμανών βομβαρδισμών χαθήκαν’ μεταξύ τους, βιώνοντας σκληρή δοκιμασία σε τόπο που χει πόλεμο ανύπαρκτη η ηλικία και πιο πολύ η Άννα ως κορίτσι, ο Ζαχαρίας πλενόταν στα ποτάμια ενώ εκείνη μες στην ψείρα και βιασμένη από στρατιώτες διμοιρίας, κι ο πατριάρχης μαζί με την κυρά του και τα άλλα τα παιδιά του στον Ερυθρό Σταυρό με ανακοινώσεις τα ψάχνανε στο χάρτη Κι ακόμη κι όταν γύρισαν, μετά από δυο χρόνια, ο πατριάρχης δε τη φουντάρισε την πίκρα, ότι ο αδερφός του είχε καρύδια σε τέτοια τραγωδία, ενός πολέμου που στο αίμα και στα ερείπια, να προκαλέσει άλλη μία, που στη συλλογική την αγωνία απλή παρωνυχίδα, αλλά γι’ αυτούς με σημασία.
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
258.

Του Λούνα Παρκ δες με τρενάκι βόλτες με τρόμο στο σκοτάδι του λούνα παρκ δες με καθρέφτη του λούνα πάρκ δεν με μια βάρκα που σκίζει αέρα αντί θάλασσα


Βρίσκω τους ανθρώπινους σκύλους εκεί όπου τελειώνω εγώ σαν ίσκιος, πίσω μου, ούτε μακριά ούτε κοντά και δεν τους θυμίζω κακές ιστορίες από τη φάρα τους ούτε γρυλίζω μες στον ύπνο τους και με αγαπούν πραγματικά που γράφω γι’ αυτούς στον τοίχο τους Θέλουμε μπόγιες με καρδιά-----


-Θα ήθέλα να χα συμμοριών μερικούς γιατρούς υπηρεσία θα χρησίμευαν στις εντατικές των Μητροπόλεων με κέρματα σταματούν αιμορραγίες επαναφέρουν ώμους και σαγόνια και μύτες και με αλκοόλ παύουν το αίμα ράβουν και κόβουν μέχρι και νάρθηκες σου δένουν. Φαντάσου να μην είχαν γεννηθεί στις Πόλεις Εδάφους τι γιατροί θα ήταν όλοι αυτοί.

Η μνήμη μου βυθός ανακατωμένος από πόδια κι όχι κύματα όπως η έρημος σηκώνεται από τους ανέμους της Μη γράφεις άλλα γράμματα η αλληλογραφία φεύγει με το πλοίο και απ’ αυτό το νησί περνάει μια φορά την εβδομάδα,
μετακινήσεις φυλών της Γης.
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
259.

Τα σαρκοβόρα του νερού το βράδυ προτιμούν να κυνηγούν. Τα σαρκοβόρα του νερού δεν προτιμούν να τ’ ακολουθούν.
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
260.

Ένας πραγματικός πιστός του θεού δεν προσβάλλεται από τίποτε.
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
261.

Τα νεκροφάγα της αβύσσου τυφλά τη λεία την εντοπίζουν με την οσμή και συνεχίζουν να τρώνε κι αν τα βγάλεις από το νερό μέχρι να ψοφήσουν.
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
262.

Η μνήμη δεν διαμορφώνεται από την εμπειρία αλλά από τη σκέψη γι’ αυτό επικίνδυνη
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
263.

Θα ήθέλα να χα συμμοριών μερικούς γιατρούς υπηρεσία θα χρησίμευαν στις εντατικές των Μητροπόλεων με κέρματα σταματούν αιμορραγίες επαναφέρουν ώμους και σαγόνια και μύτες και με αλκοόλ παύουν το αίμα ράβουν και κόβουν μέχρι και νάρθηκες σου δένουν. Φαντάσου να μην είχαν γεννηθεί στις Πόλεις Εδάφους τι γιατροί θα ήταν όλοι αυτοί Όποιος έχει εσωτερική ακοή ξέρει πως του βυθού η πιο κοντινή. Ακόμη κι αν στερείσαι ακοής ακούς με αυτήν ακόμη κι αν τη χάσεις μένεις με αυτήν μακριά από τον κόσμο οι απόηχοι πιο ευκρινείς Εσένα που δεν ήσουν ποτέ νέος Γέρο της Λήθης θα σε λέω, Στο πρόσωπο σου η κατάληξη μιας μνήμης Ο υπηρέτης μου του Οπίου, η ιερότητα του φυσικού τοπίου προηγούμενο αιώνα στο Εσύ τι έχεις στα πνευμόνια σου; Σε πολλά πρόσωπα οι μνήμες καταλήγουν, φωνή από ενώσεις γονιδίου, \που αναβίωσε σε μένα ενός υπάλληλου οπίου που χε αρρώστους απ΄ τα χρόνια Την αυταπάτη που ρολόγια μετρούν με ακρίβεια ως ώρα, Και με ιερότητα τοπίου απ’ τη συναίσθηση του ίσκιου της ανθρωπότητας στο κόσμο, από της έκρηξης την τρύπα Η ιστορία της μια ίντσα, βαθιά στο νου τα γηρατειά του και Γέρος της Λήθης τα’ όνομα του ενώ ήταν νέος στη μορφή του κι ως υπηρέτης στης ύπαρξης μου την πρώτη εικόνα, ενός μετανάστη της Αμέρικα Υπάρχουν φωνές από ενώσεις γονίδιων
που ανασύρουμε Και παίρνουν και μορφές ανάλογα με την ζωή που θα τραβήξουμε όπως σε μένα τα λόγια υπηρέτη του οπίου
στον πατριάρχη μιας σειράς γεννήσεων, που οδήγησαν στην ύπαρξη μου τον 20 αιώνα Ο πληθυσμός της Γης είναι εκατομμύρια οδύσσειες Αν το ρήμα κατέληξε χρησιμοποιήσεις/ όπως οι γιατροί σε αναγγελία θανάτου/ αποκτάς την επίγνωση του ζώντος οργανισμού/ πως μία η ζωή/ κι έτσι όπως άναψες θα σβήσεις.
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
264.

Αυτά που βλέπουμε ακούμε και οσφραινόμαστε είναι μια εικόνα του κόσμου πριν τον κόσμο