100-160

100. Ηθοποιοί ερασιτέχνες:

Γνώρισα πως άνθρωποι.
Υπάρχουν.
Σαν να τους παρακολουθεί
Με κάμερα κάποιος.
-----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
101. Αμάξι- πίτα:

Μπουκάλια θρυμματίζονταν.
Απ’ όπου κι αν περνούσε.
Κείνο το αμάξι.
Και δεν το πιάσανε ποτέ.
Ας ήταν πίτα.
Το ίδιο αμάξι κοιμήθηκε στα χιόνια.
Και το απεγκλώβισε μπουλντόζα.
Και το ανέκρινε η Τάξη.
Γιατί αν δεν ήτανε το χιόνι.
Σαν βόμβα θα ’χε. Ενα τετράγωνο. Τινάξει.
Τόση βενζίνη είχαν στο αίμα.
Οι κάτοχοί του. Από το βράδυ.
Κι εμείς σκεφτόμασταν.
Πως πριν ο ύπνος να μας πάρει.
Ενα τραγούδι είχαμε ουρλιάξει.
Να μην προδώσουν οι φωνές μας.
Ότι οι στίχοι. Τα ’λεν καλά. Για τις ζωές μας.
Τόσο νέοι λοιπόν. Και Τόσο αχάριστοι.
Με τον αντίχειρα. Γι’ αποτυπώματα.
Μονίμως. Στη μελάνη.
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
102. Παρόν:

Όταν πάσχεις από κατάθλιψη.
Ή βρομίζεσαι.
Ή καθαρίζεσαι πολύ.
Μεγάλη η σχέση του ανθρώπου με το νερό.
Και καθοριστική.
Απ’ αυτό προέρχεται ως μορφή ζωής.
Κι από της μήτρας τον υγρό ωκεανό.
Ο νευρικά διαταραχθείς
σκοτώνει κάθε τι υγρό.
Κι ο εγκέφαλος.
Χωρίς σεροτονίνη.
Σε οδηγεί.
Απλώς στη θέα του.
Σε αγωνία.
Ή σε παράξενη ησυχία.
Και στην πρώτη κατάσταση
ένα συναίσθημα- Αλήθεια- τρομερό.
Ούτε τον ήχο του να ακούσεις στο νιπτήρα.
Και αρχίζεις να φωνάζεις για βοήθεια.

Αλλά και στη δεύτερη κατάσταση.
Μπορείς.
Το δέρμα σου.
Να καθαρίσεις.
Με τόση μανία.
Που οι πληγές
για φαρμακεία.
Και εξωτερικά ιατρεία.
-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
103. Απορία στην πληθώρα βιογραφιών:

Πώς γράφεται μια ζωή;
-----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
104. Παράλληλη Τηλεοπτική Ζωή:

Στην Παράλληλη Τηλεοπτική Ζωή.
Η σημασία μίας αυτοκτονίας.
Κι ύστερα η δράση.
Ναζιστικής συμμορίας.
Κι ύστερα οι αντικειμενικές,
Αξίες.
Των ακινήτων.
Κι ύστερα μια νταλίκα.
Ντεραπαρισμένη. Απ’ οργή. Κι απάνω της να ουρλιάζουν απεργοί:
«Όλος ο αγώνας μου στη γη».
Κι ύστερα μια απαγωγή.
Κι ένα- Χωρίς όργανα- κορμί.
Κι ύστερα μια μεταμόσχευση προσώπου.
Κι ένας Κινέζος λαθρεπιβάτης.
Που τον τροχίσανε οι τροχοί.
Στην άτρακτο αεροσκάφους.
Κι ύστερα οι γάμοι.
Ματαιόδοξου συνανθρώπου.
Που πιάνει ήδη πολύ χώρο.
Αλλά τον θέλει όλο.
Με αυτοκίνητα. Σπίτια.
Εξοχικά.
Και σκάφη.
Και προαυλίζεσαι.
Λόγω θορύβου.
Από το μη ξεδιάλεγμα των ήχων.
Απ’ την αχλύ του κόσμου.
Κι εικόνων.
Που δεν ζυγίζονται
από το βάρος των ειδήσεων.
Που κομίζουν.
Κι έτσι. Πετιούνται.
Εκβιασμένα συναισθήματα να προκαλούνται.
Στους θεατές τους.
Που ως τηλεθεάσεις.
Και διαφημιστική δαπάνη τους ορίζουν.
Και με υποβλητικές μουσικές.
Τους κάνουν να δακρύζουν.
Και ως συνανθρώπους.
Τους εαυτούς τους.
Να νομίσουν.
Και τη συνείδησή τους.
Καταψύχουν.
Ώστε στις Γιορτές. Να τη χρησιμοποιήσουν.
-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
105. Νύχτα:

Σε ένα «Μαγαζί της Περσεφόνης».
Στον Παλιό Κόσμο.
Ενα Φαρμακείο- Φαγάδικο.
Για τις ζωές.
Αγνώστων ανθρώπων.
Που για κάποιο λόγο.
Ζούσαν στον κόσμο.
Τα χαράματα.
Και όπως είθισται.
Η νύχτα συνυφασμένη με τον υπόκοσμο.
Και τους αμαρτωλούς.
Και τους επαναστάτες*.
Μια παρέα φορτηγατζήδων.
Και φαντάροι.
Παίξανε ξύλο. Χωρίς λόγο.


Κάποιου του λύθηκε η γλώσσα.
Απ’ το κρασί.
Κι όπως το λέει και ποιητής του κόσμου.
Στις «Φωνές» του.
Όταν λες την αλήθεια
τίποτε δεν λες.
Θέλουν τα λόγια τις μπογιές τους.

Ενα μαγαζί στον αέρα.
Τραπέζια. Τζάμια.
Καρέκλες.
Και μπουνιές.
Αλλ’ όλοι μακριά.
Από το τζουκ μποξ του μαγαζιού.
Είκοσι σκύλοι του δείξαν’ σεβασμό.
Σαν σε μνημείο Πολιτισμού.
Κι ήταν της ζωής η μόνη μου ταινία.
Ως ηθοποιός της βωβής κινηματογραφίας.
Μετά με κέρδισε ο ομιλών.
Όπως την Γκάρμπο.
Και τ’ άλλα ανήκουν σε ιστορία.
Που δεν γράφω.
* (Στο μέλλον. Όπως οι μητροπόλεις. Θα υψώνονται. Για να μας χωρέσουν. Αφού ο υπερπληθυσμός. Το σοβαρότερό μας ζήτημα. Και στις Πόλεις Εδάφους. Θα είναι πάντα νύχτα. Εξαιτίας του τεχνητού φωτισμού. Που θα έχουμε από τόσες πηγές. Κι όχι από τον ήλιο. Που δύσκολα θα φτάνει από τη μόλυνση. Στον πάτο. Οι επαναστάτες θα ζουν στα πρωινά. Και στις Πόλεις Αέρος. Ακόμη κι αν δεν το δικαιούνται. Λόγω τάξης. Ή Γονιδιακά)
-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
106. Αναμνήσεις ως διορθωτής:

Αν
Με συλλογική.
Συνείδηση.
Και μνήμη.
Μη γίνεις.
Διορθωτής.
Εφημερίδας.
Καθημερινής.
Θα βασανιστείς.
Πολύ.
Στην υποχρέωση του αντικειμένου.
Να αποσοβείς τα λάθη.
Ολόκληρου.
Του φύλλου.
Και να βαραίνεις.
Από τις τραγωδίες.
Του πλανήτη.
Ανθρώπινες και Φύσης
Του εσαεί. Πονεμένου.
Και του Σύμπαντος. Χώρου.
Και Χρόνου.
Σημείο στίξης.
Θα σιχαθείς.
Την εκφορά.
Της γλώσσας των πολιτικών.
Διαχειριστών.
Από τις φορές. Που θα διορθώσεις συνεντεύξεις. Όπου η σύνταξη θα αλλάζουνε και οι τίτλοι.
Και Θα ’χεις. Αντίλαλο. Στον ύπνο.
Την αγωνία. Πραγματικών Καλλιτεχνών.
Της Ζωής. Και της Τέχνης.
Που δεν κυνηγούν.
Τη φήμη.
Και τα κέρδη.
Για μια επιχορήγηση.
Από το κράτος.
Ή μια δουλειά.
Για να μην κλέβουνε.
Απ’ τον πάτο.
(Απ’ τα ψηλά είναι ανέλεγκτη. Η κλοπή).
Και μες.
Στο αίμα.
Θα λουστείς.
Από τις Άγουρες. Ψυχές.
Που κόβουν νοβοπάν.
Υπερωριακής.
Απλήρωτης.
Και ανέλεγκτης νταλίκας.
Σε δρόμο- καρμανιόλα.
Που άφτιαχτος.
Ως τον 21ο αιώνα.
Επειδή οι εργολήπτες.
Το δημόσιο τέρας.
Του κράτους. Και οι υπουργοί σου.
Σου τσιμεντώνουνε.
Ρουμάνια.
Και ποτάμια.
Αλλά οι δρόμοι φίδια- κολοβά.
Που καταπίνουν χρόνια.
Νιάτα.
Μεσήλικες. Γερόντια.

Και θα μυρίζεις.
Καμένο δέρμα.
Στα ρούχα.
Απ’ της Φαλούτζα.
Γυναικόπαιδα.
Βομβών φωσφόρου.
Έργα.
Των Αναμορφωτών.
Μας. Αμερικανών..
Σε ένα μονόστηλο.
Χαμένο στη σελίδα.
Και απ’ το μυαλό σου δεν θα σβήνεις.
Σαν σχολάς.
Αυτοκτονίες εφήβων.
Που πάσχουν. Από την Ασθένεια Δωματίου.
Μέσω Διαδικτύου.
Τα τωρινά θύματα,
ένας επίσης αγνώστων στοιχείων 24χρονος άνδρας,
μια 23χρονη και μια 20χρονη,
βρέθηκαν νεκροί
κατά μήκος ενός ορεινού δρόμου
έξω από την πόλη Τσου της κεντρικής Ιαπωνίας
και θεωρείται από τις αρχές ότι πέθαναν επίσης από δηλητηρίαση από μονοξείδιο του άνθρακα.
Η αστυνομία έχει συμπεράνει μέσα από την έρευνα που πραγματοποίησε ότι οι τρεις εκλιπόντες δεν είχαν -πριν συναντηθούν για το μοιραίο ταξίδι με το αυτοκίνητο- άλλη επαφή από το να κάνουν κουβέντα στο ίντερνετ, όπου και συναντήθηκαν για πρώτη φορά.


Και εν εργασία θα δακρύζεις.
Για αδερφή σου.
Εξ αγχιστείας.
Εγκλωβισμένης/
σε συντρίμμια.
Εργοστάσιου.
Που έπεσε.
Σαν φύλλο.

Εργοστασίου.
Που είχε άδεια.
Να χτιστεί.
Από το κράτος.
Σε μπαζωμένα. Ρέματα.
Και Δάσος.
Και άφησε πίσω της.
Μισή της όραση. Καθίκια.
Και την παλιά της.
Την ψυχή.
Και απέκτησε καινούρια.
Αφού από τότε.
Ανήκει στη χορεία.
Του επιζήσαντα.
Που είναι τυραννία
(Γιατί εγώ. Κι όχι και αυτός;.
Το έχετε βιώσει. Σε αγρυπνία;).
Και στον κλαυσίγελο του βίου.
Πετσί σου πόσο θα στενέψει:
Σε Αριθμούς λαχείου.
Μνημόσυνα.
Κηδείες.
Πολλές φορές.
Γραμμένες συγκλονιστικά.
Μικρά ποιήματα.
Για απώλειες.
Και απουσίες.
Γάμους.
Και κάποιον στρατηγό.
Που δεν επιθυμεί.
Κατ’ οίκον. Επισκέψεις.
Στην ονομαστική του εορτή..


Και αγγελιών θα νιώσεις πωλητής.
Για Αρχιμανδρίτες.
Που κάνουνε.
Σε «καινουργή αμάξια».
Λιτανείες.
Και κρέας γυναικείο.
Κομμένο στο χασάπικο.
«Το Ανατολικό μπλοκ χωρίς το Τείχος».
Το οποίο.
Διαπρέπει.
Στην πορνεία.
Και τη μαφία.
Ναρκωτικών.
Και όπλων.
Ακόμη μαγεμένου.
Στου καπιταλισμού.
Το σουπερμάρκετ.
Και βουτηγμένου στης Βότκας.
Το μπουκάλι.
Για το ψευδές.
Της επανάστασης.
Του εργάτη.
Για τις δουλειές.
Των άκρων μας Καζάνι.
Και τέλος.
Οι ημερομηνίες.
Που Πρέπει να προσέχεις.
Στις σελίδες.
Να ’ναι. Οι σωστές.
Θα σε γερνάνε.
Μα εσύ τυφλός στις αλλαγές.
Καθώς περνάνε.
Φαντάσου εσένα.
Του ημερολόγιου μια μέρα.
Να την τσεκάρεις.
Για μια βάρδια. Συνέχεια.
-----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
107. Παιδί Πραγματικής Επαφής:

Την τελευταία φορά.
Που είδα το δάσκαλο.
Της ζωής μου.
Με περιέθαλψε.
Με λόγο και στοργή.

Ας είμαι γι’ αυτόν.
Ανίσκιωτος.
Χαμένος πολεμιστής.
Αντί ποιητής.
Ενας συνάνθρωπος
που συντηρεί τα αισθήματά του.
Με Χημεία.
Και της Πυθίας Φύλλα.
Παιδί του Ασύλου Παιδιών Πραγματικής Επαφής.
Κι αφού τον ακούω.
Συνεχίζει να μου μιλά.
Και με βοηθά.
Η φωνή του ειρηνική.
Τον παλιό κόσμο απηχεί.
Χαρτιά γραμμένα.
Στόματα βουλωμένα.
Λέει στο τέλος.
Και βάζει στο χέρι μου.
Μια πένα.
«Γράψε αλλιώς θα σκοτώνεσαι.
Και θα σκοτώνεις. Με τα χέρια».
--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
108. Χορταριασμένα χνώτα:

Σήμερα κλείδωσα.
Απέξω τον καιρό.
Που ’χε βροχή.
Το σημειώνω στις επιδόσεις μου.
Ως ψυχή.
Πόσοι με μίσησαν για ’κείνη.
Τη βροχή.
Που πήρα μέσα μου.
Για ’κείνο το φθινόπωρο.
Που τράβηξε πολύ.
Μετά από μπόρα.
Ξαφνική.
Και που δεν κλείδωσα σαν τώρα.
Απέξω μου.
Κι από την ανάμνησή του.
Ως της εσώτερης ζωής μου.
Εποχή.
Απ’ υγρασία υποφέρουνε πολύ.
Όποιοι κι αν έρθουνε.
Δίπλα μου.
Λίγοι αντέχουνε.
Οι πιο πολλοί μακριά μου.
Τρέχουνε.
Προς τη ζωή.
Γι’ αυτό και.
Χορταριασμένη.
Η πόρτα μου.
----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
109. Αναμνήσεις ως διορθωτής:

Τη νύχτα που βυθίστηκε το πλοίο.
Στης βραδινής της βάρδιας λαχείο.
Με ονόματα πνιγμένων συγγενών.
Κι εικόνες. Τσακισμένων ναυαγών.
Με τύλιξε το κρύο.
Η συντεχνία μου.
Μια δίψα για νεκρούς
Και τραυματίες.
Για πηχυαίους τίτλους.
Και πλαίσια μαύρα.
Γιατί μπακούρια απ’ τα ωράρια.
Κι απ’ τα κοράκια μας στα μάτια.
Μέσα σε ζάρια και βενζίνα.
Ξεσπάσαμε τη μοναξιά μας στο Σαμίνα.
Μια τραγωδία υπογράμμιση δεν θέλει.
Κι όταν θα γίνει.
Είναι για των «μέσων».
Που εργαζόμαστε.
Την τσέπη.
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
110. Αναμνήσεις ως διορθωτής:

Οι εργαζόμενοι των τυπογραφείων.
Διορθωτές.
Μοντέρ.
Φωτοσυνθέτες.
Υλατζήδες.
Που κάθε μέρα δουλεύουν.
Τις σελίδες.
Με τα Κοινωνικά.
Μνημόσυνα.
Γάμους.
Και κηδείες.
Και.
Φυσικά.
Τα χρηστικά.
Και τις ημερομηνίες.
Έχουν τη μελαγχολία του χρόνου που περνάει.
Και της ματαιότητάς τους ως παρουσίες.
Σε πλανητικό σώμα.
Που στον Σύμπαν.
Αιώνια Γυρνάει.
Αν δεν το συνηθίσουν, δε, ως μέρος της δουλειάς.
Κάποια στιγμή.
Γυρνάς.
Και τους κοιτάς.
Κι έχουν γεράσει ξαφνικά.
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
111. Απουσία δύο βημάτων:

Με σένα.
Απ’ τον γκρεμό.
Δυο βήματα.
Τα γύρισα.
Δεν ήτανε πολλά.
Μα τα πεθύμησα.
Άλλο να βλέπεις ουρανό.
Κι άλλο τα γκρέμια.
Σύρριζα.
-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
112. Αλληλογραφία με γεράνια:

Μια επικοινωνία
αληθινή.
Περνούσε να της φτιάξει τα γεράνια.
Κι εκείνη το πρωί.
Με πένσα στα κοτσάνια.
Κι, έτσι,
δεν κράτησε πολύ
αυτή
η αλληλογραφία.
Στο τέλος δεν έμεινε ούτ’ ένα.
Μια γλάστρα.
Με σκέτο χώμα
Κρεμαστή.
Πώς θα της έγραφε πια γράμμα;
Κι η λύση στο νου της.
Σα καρφί.
Θα φύτευε καινούρια.
Και η αλληλογραφία.
Με τα γεράνια.
Πήρε.
Με δόλο.
Μια παράτα.
-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
113.Μέλλον:

Ο πομπός δεν σταματά ποτέ.
Υπηρεσία Καταπολέμησης Έλλειψης Φωτός-
Οικιστικός Ιστός- Κλώνος του Μπρονξ-

Ανδρόγυνο απροσδιόριστων στοιχείων.
Με μεγάλη έλλειψη σεροτονίνης.
Απειλεί να αυτοκτονήσει.
Ενώ ουρλιάζει δύο τεχνητές μέρες.

Χωρίς στιγμή να σταματήσει.
Κάνοντας αφόρητη τη ζωή των περιοίκων..

Σε λίγο με το ειδικό όχημα της υπηρεσίας βρίσκομαι εκεί
μαζί με τις κάμερες της Παράλληλης Τηλεοπτικής Ζωής]
(Στην καριέρα μου ήδη έχω συναντήσει 205 κι έχω σώσει κάτω απ’ τους μισούς,
γι’ αυτό και πήρα προαγωγή, δηλώνω σε δημοσιογράφο πίσω μου).
Αλλά η περίπτωση, αυτή.
Δύσκολη.
Ένα κεφάλι σφηνωμένο στο λούκι μιας ταράτσας.
Μ’ αίμα να τρέχει σα κατέβασμα μιας σκάλας.
Πολυχρησιμοποιημένος τρόπος.
Απ’ του 20ού Αιώνα.
Τις πεταλούδες.
Των τσιμέντων.
Και μοιάζει τόσο απίστευτη.
Η δύναμη που καταβάλλεις.
Να πεθάνεις.
Από ασφυξία και φρικτή παραμόρφωση.
Που αναρωτιέσαι:
Γιατί δεν την κατέβαλε να ζήσει;
Και Πόσες φορές σας είδα.
Κεφάλια ως Ποντίκια.
Να περπατάτε σε σωλήνα.
Αυτόν δεν τον προλαβαίνω.
Το κεφάλι του έχει συνθλιβεί.
Και κάποιος με πριόνι απ’ την ομάδα μου.
Και μούρη σκοτεινή.
Αναλαμβάνει τα δύσκολα.
Νιώθω ναυτία.
Κι όπως Κοιτώ την Πόλη Εδάφους.
Γουστάρω. Να φουντάρω.
Τη διαφημιστική πινακίδα «Σπίτι Στον Άρη».
Να διαπεράσω.
Μα δεν το κάνω.
Είμαι υπάλληλος δειλός.
Και σε μια ώρα.
Θα σχολάσω.
--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
114. Παιδική ηλικία:

Η διαταγή.
Στην προσευχή.
Υποχρεωτική:
Επίσκεψη στο Ορφανοτροφείο.
Της Αρχιεπισκοπής.
Στο πάτωμα.
Τα μούτρα μας.
Όση ορφάνια.
Τόσα τα γκολ που μάζευαν τα δίχτυα μας.
Είκοσι αντίπαλοι σε πολλαπλασιασμό.
Με δυο γονείς.
Σαράντα φάγαμε στην άλλη εκδρομή.
Σκέτες βολίδες.
Που μισούσανε.
Τα σπίτια μας,
Αδιαφορώντας.
Πως όπου άνθρωποι.
Κι οδύσσειες.
--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
115. Γραφή με το μολύβι:

Με τους σύγχρονους τρόπους γραφής.
Χάνεται.
Η αίσθηση της σχεδίασης.
Των γραμμάτων.
Στο χαρτί.
Όπου μεγάλη η σημασία της.
Για την επίγνωση της θέσης της ζωής σου.
Σε σύμφωνα ή φωνήεντα.
Σε φθόγγους.
Ή σημεία στίξεως.
--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
116. Κομμένο ρεύμα:

Ο ταραγμένος μου εγκέφαλος.
Κόβει το ρεύμα.
Στη συναισθηματική γραμμή.
Που προϋπάρχει ως γονική συνδρομή.
Και με καταζητούν δι’ αμοιβής τα συνεργεία.
Της Ηλεκτρικής Εταιρείας.
Και με διορθώνουν.
Λόγω συσκότισης.
Σε ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα.
Π’ όταν θα πάρω δρόμο.
Ως πνεύμα.
Θα τα περάσω ανάποδα.
--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
117. Ο Φάρος του Πουθενά:

Ξέρω.
Με δυσκολία
θα πιστέψεις.

Υπάρχει τόπος.
Στο χάρτη.
Πουθενά.
Που μ’ άρθρο.
Τον λες.
Μόνον κρυφά.

Κι είναι νησί.

Κι έχει και φάρο.
Που Δεν θα βρεις.

Γιατί αναφαίνεται στου κόσμου τα σκαριά.
Που η ύπαρξή του.
Με αυτήν την ίδια.
Τη ζωή τους.
Και πλησιασμένο.
Αποκλειστικά.
Από μέσα πλωτά.
Απ’ τον αέρα δεν μπορείς.
Ο δρόμος θάλασσα.
Κι η ανταπόκρισή του.
Σαν της ελληνικής Άγονης Γραμμής.
Σπάνια.
Και στο εισιτήριο.
Να είσαι έτοιμος.
Να δεις.
Στον προορισμό.
Μια παύλα με στιγμή.
Που δεν το κόβει.
Από το πλήρωμα.
Κανείς.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
118. Στιγμιότυπα- έργα τέχνης:

Σ το δρόμο
ένα γάντι.
Ενα σημειωματάριο.
Μια καρέκλα.
Ενα ζευγάρια παπούτσια.
Είναι οιωνοί.
Για μια ευαίσθητη ψυχή.
Γι’ αυτό.
Και σε φωτογράφων.
Συχνά στιγμιότυπα.
Ως έργα τέχνης.
Σε Ακόμη ένα.
Της όρασης ψέμα.
Οι σύγχρονοί μας Τειρεσίες.
Με φιλμ και κάμερα.
Στα χέρια.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
119. Η σημασία ενός ονείρου:

Από τη νύχτα.
Που ’δα στον ύπνο μου.
Πως στα μπαλκόνια.
Όλοι μου οι γείτονες –
Νεκροί και ζωντανοί-
Που είχα ως παιδί.
Στον Προσφυγικό Οικιστικό Ιστό «Νέα Κάτι»
όπου μεγάλωσα.

Ακίνητοι και σιωπηλοί.
Και στη μορφή.
Που είχαν εκείνα τα χρόνια.
Κι ύστερα στη θέση τους μόνον τα ρούχα τους.
Κρεμασμένα σκόρπια. Κατάλαβα.
Πως όσο μεγαλώνεις.
Η παιδική σου ηλικία και πιο κοντινή.
Δίνοντας και μια εξήγηση στην απορία μου.
Για των ηλικιωμένων τη διαύγεια.
Στην παιδική τους ηλικία.
Που είχα από παιδί.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
120. Παιδική ηλικία:

Ενα παιδί.
Δεν χρειάζεται.
Παιχνίδια.
Ενθουσιάζεται.
Και με τα μακαρόνια- πεταλούδα.
Και τις ερωτήσεις που σου απευθύνει.
Για τον κόσμο.
Όπως:
Πού πάει ο παλιός χρόνος.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
121. Ο Ερμής με το σκυλί:

Ο Ερμής με το σκυλί.
Και το σκοινί της βάρκας του.
Λυμένο.
Έχει τη σπίθα της ζωής.
Πριν πιάσει τέλος.
Και τη χαρά.
Που έπιασε Σίσυφο.
Σκασμένο.
Για λίγο απ’ του Άδη.
Το χαρτί.

Όχι σε γέρο.
Αλλά σε ίσκιους.
Που χάνονται νωρίς.
Και τους τυλίγει η μνήμη.
Με μυστήριο.
Με μαύρους, κύκλους.
Και ρυτίδες έκφρασης.
Σαν γέροντες μεγάλοι.
Σαν τον μικρό.
Τον αδερφό μου.
Τον υπηρέτη μουσικής.
Που η ακρόασή της.
Αποτελεί επαναστατική πράξη.
Στον τεχνητό ηχητικό πληθωρισμό του Σύγχρονου Κόσμου.
Και μοιάζει.
Με τη μουσική του.
Αμμόλοφος στην Έρημο που τραγουδάει.
Όταν κινούν.
Την άμμο τους.
Οι άνεμοι.
Ή σαν την Εμπερχαρντ αγόρι.
Με τουρμπάνι.
Στον ήλιο του Μαρόκου.

Μετά της Γενεύης.
Το σκοτάδι.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
122. Εξομολογητήριο:

Στον Παλιό Κόσμο.
Όταν η γη δεν είχε.
Από την ανθρωπότητα.
Χαρτογραφηθεί.
Και μπει σε φάση.
Εντός Σχεδίου.
Το Περιβάλλον δεν είχε δομηθεί.
Κι ο κόσμος είχε αδειοσύνη.
Ορίζοντα και φύση.

Έδιναν μια πέτρα.
Οι μπουρζουάδες.
Σε κολίγους.
Που θέλαν’ να ανταμείψουν.
Για το καλό του Παραδείσου
(Στην ανθρώπινη ιστορία. Η μόνη ταξική διαφορά. Που παρέμεινε. Με άλλα επαγγέλματα)
ή σε ευνοουμένους- τσιράκια κι έλεγαν:
«Πέταξε την πέτρα.
Κι η γη.
Δική σου.

Όσο πιο μακριά.
Καλύτερα για σένα.
Και τη φαμίλια σου».


Κι ένας αρνήθηκε.
Στη γη να ασεβήσει.
Κι είπε:
«Η γη ανήκει στον πλανήτη».
Και πέταξε στα πόδια τ’ αγκωνάρι.
Και γύρισε την πλάτη.

Και τον καθάρισε ο μπουρζουάς με καραμπίνα.
Πισώπλατη βολή.
Με μάτι μες στην ψύχρα.
Πιο πρόστυχη απ’ την πράξη.
Κι οι μάρτυρες σιχάθηκαν που θα ’χανε στη μνήμη.
Τέτοια αισχύνη.


Στο Σύγχρονο Κόσμο:
Οι επιχειρήσεις του μπουρζουά.
Χαίρουν υγείας.
Κι οι απόγονοι του πλέουν στα λεφτά.
Κι ως μέλη της γυάλινης ματαιόδοξης χορείας της Παράλληλης Τηλεοπτικής Ζωής.
Της κοινής γνώμης.
Ήρωες Κοινοί.
Κι όχι του Κοινού Αισθήματος.
Αυτό δεν έχει ως ήρωες διασκεδαστές και κλόουν του Συστήματος.
(Η κοινή γνώμη όταν κυβερνάει.
Γεννάει και Χίτλερ. Σε ένα βράδυ.
Όπου Κρυστάλλων. Ονομάζει. Και τέτοια γυαλιά τρίζουνε χρόνια.
Στης ανθρωπότητας τα πόδια).

Στο σύγχρονο Κόσμο: Το αίμα.
Του προγονικού.
Ρομαντικού.
Και οικολόγου.
Αληθινού.
Ανύπαρκτο.

Μοναχογιός.
Με το φευγιό.
Σταμάτησε και τ' όνομα.
Και κάποιοι μακρινοί του συγγενείς.
Μακριά. Από βουνά.
Που κι από την τηλεφωνική γραμμή.
Σε κόβει ο αέρας.
Κι η σκιά.
Που χουν οι τόποι με δαιμόνια.
Και ξωτικά.
Μ’ Ηχώ στα λίγα της.
Τα λόγια.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
123. Αντέδρασε στο τεχνητό φως:

Ζω ως λιποτάχτης.
Από λόχους πρώτης γραμμής.
Αναλώσιμους.
Εξαιτίας καταγωγής.
Δεν θα πολεμήσω
για κυριαρχία εδαφική.
Τον θεωρώ μάταιο χαμό σε αυτήν τη γη.
Εκτός αν πολεμάς κατακτητή.
Κι έχω από μνήμης γονιδιακής.
Λόγια βασίλισσας, που λένε,
Κλυταιμνήστρα.
Την ώρα που της φώτισαν πως έπεσε η Τροία:

«Όπως σε χύτρα με νερό.
Το ξίδι και το λάδι στέκουν ξέχωρα.
Σαν βράζουν.
Έτσι και οι φωνές των νικητών και αυτών που ηττήθηκαν.
Αν σεβαστούν.
Της νικημένης χώρας.
Τους πολιούχους.
Τους θεούς.
Τα όσια και ιερά τους.
Οι νικητές δεν θα γνωρίσουνε ποτέ την ήττα».
Από την πένα.
Του Αισχύλου.
Το 458 προ Χριστού.
Όμως.
Στην πόρτα.
Του κουφού.
Η αρχαία φωνή της Υφηλίου.
Για του πολέμου.
Τα δεινά.
Και το χυμένο αίμα.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
124. Κουβέντα:

Αν είχες λόγια.
Δεν θα ’χες όπλα.
Εχεις όπλα.
Δεν έχεις λόγια.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
125. Συνεσταλμένη στάση:

Τα όνειρα.
Η ψυχή ανάποδα.
Οι εφιάλτες.
Η ψυχή στα γόνατα.
Η πλήρη τους απουσία το πρωί.
Από της φύσης τη λειτουργική Μνήμη.
Δεν σημαίνει τίποτα.
Γραμμένα στη βαθύτερη.
Όπου η ψυχή.
Στη συνεσταλμένη στάση.
Του εμβρύου.
Στη μήτρα.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
126. Μοντέρ της μνήμης:

Ο πιο ανυπάκουος μοντέρ.
Της μνήμης.
Τι με πιστόλι στον κρόταφο να τον φοβίσεις!
Τα πλάνα.
Που ’χει συλλέξει ο οπερατέρ της
Θα κολλήσει.
Και τη λογοκρισία σου.
Στην ξεμπροστιάζει με το σώμα.
Κι όπως τα πλάνα του.
Για έλλειψη συνείδησης.
Και προδοσίας.
Νεκρούς από φθορά αγαπημένους.
Ή από περιφρόνηση στο Θάνατο.
Με ρόδα.
Για έρωτα που ξέσκισες.
Με νύχια και με δόντια.
Για την εικόνα σου ως νέος.
Για τις δειλίες.
Και τις δουλείες σου.
Περονιασμένος.
Λες και εντός σου η Αρκτική.
Περνάς τις μέρες σου.
Ώσπου να βρεις τον ήλιο σου.
Όταν και πάλι θα αυξηθεί η αγωγή.
Και ο γιατρός θα σου ρυθμίσει.
Τα του ύπνου σου.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
127. Σπάραγμα:

Την ταχύτητα του φωτός.
Τη σπάμε.
Με το θάνατο.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
128. Εξήγηση σιωπής:

Ο σιωπηλός.
Ως αρχηγός της φαμίλιας.
Δεν ήταν πάντα στόμα κλειστό.

Σώπασε με τη φυγή του
από το Νέο Μήλο.
Όπου ως μισεμένος.
Βρέθηκε με πλοίο.

Τα αίτια της σιωπής του
αποτέλεσαν δε, κεντρικό θέμα συζήτησης.
Στον περίγυρό του.
Ενώ μετά το θάνατό του.
Σύντροφός του σε εκείνο το ταξίδι.
Αποκάλυψε πως μια κινέζικη τριάδα.
Τα ‘‘Αγκαλιασμένα Μαχαίρια’’.
Είχαν συμμετάσχει στην τελετή αφωνίας του.
Στων σκιών.
Τα κινέζικα.
Θέατρα.


Ο ίδιος όμως,
φρόντισε
να λύσει
το μυστήριο.
Και επί λέξη σε αίμα του.
Που σε συνέχειες.
Του διάβαζε βιβλία.
Είπε γι’ αυτό το σιωπητήριο:

«Λιγόστεψε η φωνή μου όταν με πέταξε η πατρίς.
Με το «Πατρίς».
Σαν άχρηστο φτωχό.

Κι έγινα φίδι κολοβό.
Από τη μαύρη πέτρα.
Και τη φτυσιά.
Ίδια δεκάρα.
Στην αποβάθρα.
Πίσω μου.

Κι ήταν αργά.
Όταν κατάλαβα.
Το σφάλμα.
Πως η πιο άμοιρη.
Η γη μου.
Όπως παντού.
Στον κόσμο του λευκού.
Κι αυτή.
Στα νύχια αρπακτικού.
Και ντόπιου.
Ρουφιάνου.
Φοβερού.

Που τα ονόματά τους.
Ονόματα οδών.
Που από τσίπα.
Δεν την κόψανε τη γλώσσα.
Από τη ρίζα.

Μια γη των 10 οικογενειών.
Που οι πολλοί τους βλέπανε.
Από τα τζάμια.
Να τρώνε με χρυσά κουτάλια.

Και χάθηκε τελείως.
Όταν επέστρεψα στο σπίτι.
Δεν ήμουν πια ο μισεμένος που γυρίζει.
Αλλά ένας τραυματίας.
Του αμερικάνικου ονείρου.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
129. Αιώνια γονιδιακή εκτύπωση:

Θα δεις τον κόσμο.
Πολλές φορές.
Ακόμη.
Οι γονιδιακές φωτοτυπίες.
Εξ αγχιστείας.
Και εξ αίματος.
Θα εκτυπώνονται.
Μέχρι το τέλος της Γης.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
130. Εσωτερικές αισθήσεις:

Ο κόσμος από τη σύλληψή σου.
Ως τη στιγμή που θα γεννηθείς.
Στις εσωτερικές αισθήσεις σου.
Και τον οποίο.
Στα χρόνια θα ανασύρεις.
Με σιγουριά πως έχεις ζήσει.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
131. Αγώνας για σεροτονίνη:

Από τον 20ό αιώνα.
Η ταραγμένη ψυχή της Ανθρωπότητας.
Επιδημία.
Και η Επιστήμη.
σε διαρκή αγώνα
επαναπρόσληψης
σεροτονίνης.
Και ησυχίας.
Σε μητροπόλεις.
Απάνθρωπες.
Χωρίς φύση.
Χωρίς σιωπή.
Κι ορίζοντα
και με μία Παράλληλη Τηλεοπτική Ζωή.
Όμορφη. Σεξουαλική.
Και επιτυχημένη.
Με φίλους.
Αφοσιωμένους.
Με περιουσία.
Με υγεία.
Κι εμείς, στην τηλοψία.
Πλάι στην ευτυχία.
Άσχημοι. Άφιλοι.
Κι απόθητοι.
Με πεθαμένους ή χαμένους.
Σε ουρά.
Στα εξωτερικά ιατρεία. Με κλονισμένη υγεία.
Και γέρους. Όχι ροδαλούς.
Και ευτυχισμένους. Στην κοινωνία.
Να διαφημίζουν. Πάνες. Και λαχεία.
Αφού σοφοί δεν είναι για κανέναν.
Και κρεμασμένοι στην Παράλληλη Τηλεοπτική Ζωή.
Αυτόχειρες στο γήρας.
Μετά από μέρες τους βρίσκουν συγγενείς.
Γιατί βρομίσανε την πολυκατοικία.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
132. Βιοπορισμός από τη φυγή:

Γιατρεύει η φυγή.
Κι οι εργαζόμενοι των επαγγελμάτων της.
Η απόδειξη.
Πιο καθαρή ματιά.
Πιο στωική.
Στου ημερομίσθιου.
Τη βάσανο.
Κι από τον κίνδυνο των διανυθέντων αποστάσεων.
Μια έκκριση αδρελανίνης.
Σαν του παρανόμου, σχεδόν, ναρκωτική.
Που μόλις λείψει γερνούν απότομα.

Εκείνοι που δουλεύουν στη φυγή.
Ακόμη κι οι ταπεινοί ψαράδες.
Που διανύουν αποστάσεις κοντινές.
Για την ψαριά τους. Χρόνια ολόκληρα.
Στα ίδια νερά.
Με τα σκαριά τους.
Και μόνον η θάλασσα
τους κάνει να μοιάζουν με τον Οδυσσέα.
Σαν γύρισε απ’ την Οδύσσεια στην Ιθάκη.
Έτοιμος να σκοτώσει.
Τους Μνηστήρες.
Στο παλάτι.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
133. Εκπαίδευση:

Αν το ρήμα
«κατέληξε».
Το ψιθυρίσεις.
Στον τόνο.
Που το λένε.
Οι γιατροί.
Σε αναγγελία θανάτου.
Αποκτάς την επίγνωση του ζώντος οργανισμού.
Ότι όπως άναψε θα σβήσει.
Και πλάσμα νιώθεις του αοράτου.
Κι όχι νεκρός.
Που θα σαπίσει.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
134. Προσφυγικός οικιστικός ιστός «Νέα Κάτι»:

Η περιοχή δόθηκε
στους πρόσφυγες προγόνους.
Ύστερη λύση.
Στα παλιά χρόνια.

Δάσος πυκνό.
Πολλά νερά.
Πολλή υγρασία.
Και λύκοι.
Πιο κοντινοί.
Απ’ τα σκυλιά.

Κι ακόμη συγκινεί.
Η ιστορία.
Για ένα φάντασμα.
Στο δάσος.
Το πυκνό.
Που ’χε στα πόδια του.
Αλυσίδα.

Στην πραγματικότητα.
Σκασμένος.
Της ψυχής.
Σαλός.
Από νοσοκομείο.
Που γι’ αυτόν το λόγο.
Τόσο μακρινό.

Για τα μυαλά.
Που στεγνωμένα.
Από τις εκκρίνουσες ουσίες.
Που δημιουργούν τις ψευδαισθήσεις.
Πως έχει νόημα να ζήσεις.
Κι απάτη δεν είναι η ευτυχία.

Και όταν τους μοιράστηκε η γη.
Από τους κρατικούς αξιωματούχους.
Έκλαιγαν στα ίσα με λυγμούς. Για τ’ άγριο μάτι
και τη λάσπη.
Για τ’ άσυλο.
Που θεραπεύει αρρώστιες.
Κρυφές κι από τον ήλιο.
Μα όχι απ’ το φεγγάρι.
Και νοσταλγήσανε
του κεντρικού θεάτρου τους εξώστες
( τότε Bασιλικού)
όπου κατέλυσαν ως πρόσφυγες.
Και τα παρασκήνια.
Ανάμεσα σε Οιδίποδες κι Αγαμέμνονες.
Και σε Αμλέτους.
Και στη ματωμένη Μήδεια.

Η δύναμη όμως της συνήθειας.
Με την επίγνωση πως πρόσφυγες.
Βγήκε νικήτρια.
Τη γη εξημερώσανε.
Κοινότητα γίνανε.
Με αρχές και σπίτια.
Και δρόμους.
Έστω αριθμούς.
Και δέλεαρ για τους αρρώστους.
Τότε.
Στα πνευμόνια.

Που γνώμη συγγενή μου.
Η πιο ταξική ασθένεια.
Αν είχες βούτυρο κι αβγό.
Και καθαρό αέρα.
Δεν σε έπνιγε το αίμα.

Καλό στοιχείο,
επίσης, η γειτονία.
Με πλούσιο προάστιο.
Όπου οι επιφανείς επιχειρηματίες
και πολιτικοί είχανε μέγαρα για σπίτια.
Και το δικό μας αίμα.

Εργάστηκε σε αυτούς.


Ως οδηγοί.
Υπηρέτες.
Νταντάδες.
Κηπουροί.

Κι εμείς ως γονιδιακή φωτοτυπία.
Με μίσος γι’ αυτήν την περιοχή.
Ή με το φθόνο της στέρησης.
Σαν κόμπο.
Να πνίγει.
Την πίκρα της ένταξης.
Σε αυτήν.
Πολλών συντρόφων.


Να σημειώσω, επίσης.
Πως το δικό μου αίμα.
Εργάστηκε εκεί.
Ως καρεκλού.
Δουλάκι.
Που κάηκε με λάδι.
Παραμονές του Δεύτερου Μεγάλου Πολέμου
και κηπουρός.
Που ’φτιαξε μαύρο τριαντάφυλλο.
Με απίστευτο μεράκι.
Μα το ’δωσε σε άλλον κηπουρό.
Επ’ αφορμή. Της ανθοκομικής.
Που Υπό αιγίδα. Βασιλική.
Κι ο πρόγονός μου.
Επ’ ουδενί. Υπό τον βασιλιά.
Που τον πούλησε. Στη μικρασιατική γη.
Να διαγωνιστεί.
Και νικητής ανακηρύχθηκε αυτός.
Πλουτίζοντας πολύ.
Για μια ζωή.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
135. Παρατσούκλια: Μάνταλος.

Γιατί τα χέρια του μαντάλωναν την μπάλα.
Σαν να ’τανε μπουγάδα.
Το καλύτερο τέρμα στην υφήλιο.
Κι ήταν οι πέτρες μας σαν πύργος
Αφού δεν είχαμε δοκάρια.
Αλλ’ αγκωνάρια.
Όλοι οι μεγάλοι τερματοφύλακες.
Σε μια συσκευασία.
Ο Μπανγκς.
Όταν την κεφαλιά του Πελέ την έδιωξε.
Ξυστά.
Με ακροβασία.
Ή ο Χρηστίδης.
Όταν απέκρουε τα πέναλτι.
Σαν να ’τρωγε στραγάλια.
Κι έστελνε τη φτωχή μου.
Την ομάδα.
Στους τέσσερις.
Στο Κύπελλο Ευρώπης.
Κι εμάς τα κύτταρα προσφύγων.
Στ’ ουράνια.
Μια ομάδα.
Που κόστιζε.
Όσο των άλλων οι εμφανίσεις.

Και η μεγάλη του ατυχία.
Ότι μεγάλωσε στον προσφυγικό ιστό
«Νέα Κάτι».
Τον καταδικασμένο εσαεί.
Να φέρει του Νέου
το πρόθεμα.
Στην πλάτη.
Για να μην παραδεχτεί.
Πως ο παλιός έχει χαθεί.
Και ως μνήμη.
πλέον εθνική. Υπάρχει.
Για να ξεπαραδιάζεται
η δημοτική της αρχή.
Σε γιορτές αναμνησιολογίας.
Οι οποίες. Χωρίς παιδεία.
Και κρίση. Της απόστασης.
Προς εξυπηρέτηση.
Αποκλειστικώς.
Εκλογικής πελατείας.
Δηλαδή, με λόγια λίγα:
Το ‘‘Τζιβαέρι’’ με μικρόφωνα.
Κι όπως πολλοί.
Με τέτοια βάρη.
Στην ψυχή.
Στης νύχτας δουλειά.
Κι όχι ως τέρμα σε γήπεδα εθνικά.
Κουβάλαγε σακούλες με λεφτά.
Για το νονό του.
Και εκτελέστηκε απ’ αντίπαλο ψυχρά.
Στο Βατερλό του.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
136. Παιδική ηλικία:

Ο νεκροθάφτης.
Του συνοικιακού ιστού «Νέα Κάτι».
Ζώης.
Δεν σάλεψε.
Όταν κατέληξε,
ο αδερφός του.
Ο Ζήσης.
Που ούτως ή άλλως.
Είχε κηδευτεί.
Στον τόπο καταγωγής.
Κι είχε χρονίσει- -
Αλλ’ όταν κατάλαβε.
Το μάταιον της εργασίας.
Κι υπό πανσέληνο.
Αποφάσισε στον ουρανό.
Να απευθυνθεί.
Με παρρησία.

Λένε πως είπε:
«Χρόνια ολόκληρα στα μνήματα.
Η ίδια σιωπή.
Κανείς δεν έδειξε πως πήγε στην Αιώνια Βασιλεία.
Όλοι λιωμένοι.
Απ’ το γέρο. Ως το παιδί.
Λίγοι οι πλήρεις. Ημερών.
Και ιμέρων.
Όπως το είπε ποιητής.
Υψικαμίνου.
Κανένα πνεύμα.
Εκτός αν ζει στους ζωντανούς.
Δεν περιπλανήθηκε.
Να ανάψει τα καντήλια.
Κι η γη με δηλητήρια.

Και η εκκλησία αμείβεται καλά.
Γι’ αυτήν την τελετή.
Που βιοπορίζει. Όρνια ανθρώπινα.
Που και σε πόλεμο θα κάνανε λεφτά».

Την επομένη.
Ο παπάς.
Της ενορίας.
Ακούγοντας ρουφιάνο.
Στο ιερό.
Της εκκλησίας.
Τον αποτελείωσε.
Με απόλυσης χαρτί.

Κι όλα τα παραπάνω.
Τα ’λεγε χρόνια.
Ως τρόφιμος σε λαϊκά ψυχιατρεία.
Όπου και βρέθηκε εκ του Σταυρού της απορίας.

**( Τα ονόματα πέρα για πέρα αληθινά.
Μην τα τυλίγετε.
Με μεταφυσική χροιά.
Όπως αρέσκεστε.
Η ζωή εξηγείται καλύτερα.
Από τα ζωντανά της.
Κι όχι από τα άυλα και τα νοερά της.
Επειδή. Σόι πήγαινε. Τ’ επάγγελμα.
Η μάνα τους. Τους βάφτισε.
Με της ζωής παράγωγα.
Το θάνατο απ’ το σπίτι της.
Να διώχνει με τα ονόματα.)
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
137. Σκυλιά Που Γαβγίζουν στην κοινωνία:

Η ιστορία
έχει
πολλά.
Τρελά σκυλιά.
Και στα προαύλια
δεινών ψυχιατρείων.
Πώς αγριεύουν
σ’ ασθενών επισκεπτήρια.
Γιατί είσαι η Κοινωνία.
Απέξω απ’ την πόρτα τους.
Με παύλα.
Και τελεία.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
138. Σκυλί στ’ αμπέλι:

Τα σκυλιά μου. Μου Βρίσκουν.
Τις καλύτερες τοποθεσίες.
Στη μνήμη,
Όπως οι άλλοι.
Τ’ αμολούν
σε άθλιο κυνήγι.
Αυτά ξέρουν καλά.
Να με οδηγήσουν.
Και από ’κεί.
Που πέρασα.
Ως έμβρυο.
Πριν από το ξαφνικό
το φως.
Του κόσμου.
Που η λάμψη του.
Με ανάγκασε.
Να κλαίω.

Αυτός ο ένας.
Που ξέρετε.
Και ξέρω.
Όπως, κι ότι κανείς.
Δεν γεννιέται Πλάκα λευκή..
Κι ως γονιδιακή φωτοτυπία.
Με πρότερη οδύνη.
Προγόνων μου.
Εξ αίματος.
Κι αλληλουχία κωδική.
Χθες τρανταζόμουνα.
Στην κοιλιά της μετανάστριας μάνας μου.
Από τις πιστολιές της.
Σε Λευκό της Αφρικής.
Που χε μαστίγιο στ’ αυτί.
Με το σκληρότερο σκυλί μου.
Που λέω ‘‘Στ' αμπέλι’’.

Αυτό που με πηγαίνει.
Πριν από το ξαφνικό το φως.
Του κόσμου.
Και Στα διανυσμένα τα χιλιόμετρα.
Πάλι Της μετανάστριας μάνας μου.
Που οδηγός φορτηγού.
Υπάλληλος των Λευκών.
Λαθρεμπόρων στη Γενέθλια Ήπειρο.
Της Γης.
Πρώτων υλών και διαμαντιών.
Να διασχίσω τον κόσμο.
Χωρίς ακόμη να χω ζήσει.
Και κάποιος να φωνάζει στη μάνα μου πως:
«Ως ψυχή.
Θα ’χει τον ήχο.
Από καμιόνι. Σε ταξίδι».
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
139. Αποκριάτικη αμφίεση:

Ανακαλώ πάντα στη μνήμη.
Ενα αδερφό της νύχτας.
Ντυμένο.
Πλοίαρχο.
Σκοτωμένο.
Μία με ίσκιο παρουσία.
Που κέρδισε σε μαγαζί της Περσεφόνης.
Τίγκα στου Πλούτωνα το ρόδι
Όπου εγώ θαμώνας του. Ως αγόρι –
– Το διαγωνισμό αποκριάτικης στολής.
– Με μια ησυχία.
– Λες και περίμενε τη νίκη.
– Αφού όπως βρήκε το θάρρος να μιλήσει:
– Φορούσε του πατέρα τη στολή
– -Επιτέλους! –
– Σε ναυμαχία.
– Ενώ εκείνος
– σε γυμνάσια. Και ασκήσεις.
– Έπαιζε πόλεμο στο σπίτι,
– Σε εκείνον και σε εκείνη.
– Άλλη μια μάνα με κομμένες.
– Τις χορδές της. Από τη θλίψη.
– Κι ανακαλώ. Πάντα στη μνήμη:
– Την ευκολία που ως σκοτωμένος.
– Χόρεψε διπλά μας ως τέλους.
– Και με το έπαθλο.
– Της νίκης.
– Πήγε ξημέρωμα στο σπίτι.
– Με το χαμόγελο στα χείλη.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
140. Μολότοφ από καντήλι:

Στον Θεό ως θεσμό.
Και, μάλιστα, εξουσίας.
Όπως
οι επικρατούσες θρησκείες
κατάφεραν να γίνει.
Από παιδί.
Μολότοφ άριστες.
Του φτιάχνω.
Από καντήλι:

Οι εκκλησίες και οι ιερείς του θεού*.
Αντί της αναζήτησης στο χώρο τον υπερφυσικό.
Που δεν είναι απλώς πνευματικός.
Αλλά ατόφιας λογοτεχνικής φαντασίας.
Και της προσφοράς της άδολης.
Του θείου.
Ως απάντησης.
Σ’ ανθρώπων αγωνία.
Αφού εξήγηση καμιά
της Λογικής.
Δεν δίνεται.
Απ’ τα ιερά βιβλία.
Στα αιώνια τα ερωτήματα του ανθρώπου.

Περί Αδήλων και Μετακοσμίων.
Ή της ύπαρξής μας στον πλανήτη.

Ανακατεύονται στα πόδια της Επιστήμης και της Πολιτείας.
Κι ως πωλητές του Υπέρτατου
του Πλάστη Δημιουργού
θα πολεμούνε
πάντοτε.
Τα ευρήματα της Επιστήμης.
Και πληθυσμούς της Ιστορίας.
Που έγκλημά τους.
Πως έχουν θρύλους για θεούς.
Όσες κι η φύση.

Και αυτούς.
Που δεν ζούνε σύμφωνα.
Με τα ιερά βιβλία.
Και με τον Κώδικα.
Ηθικής τους.

Μπορεί αιώνες
στις κοινωνίες να ’χαν λόγο.
Αλλά στο Σύγχρονο Κόσμο.
Τους ξεπέρασε η έρευνα
του ίδιου του ανθρώπου.
Για την προέλευσή του.
Φτάνοντας να δει.
Το φως.
Από το πιο αρχέγονο κομμάτι.
Του χώρου.
Και του Χρόνου.
Πριν τη Μεγάλη Έκρηξη.
.
Επιτελους ας οριστεί.
Δίχως Θεό.
Η ύπαρξή μας.
Ως το πιο μικρό μέρος.
Μιας εξελικτικής.
Στον πλανήτη. Διαδικασίας.
Όπου επιδείξαμε προσαρμογή.
Και τσακίσαμε.
Κόκαλα.
Με τη γλώσσα.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
141. Ορισμός Θεού:

Θεός η Φύση.
Κι η σχέση μας
κι η γνώση μας
γι’ αυτήν.
Ο δρόμος.
Της γαλήνης.
Και ζείδωρο στης Γέννησης.
Την επίκτητη οδύνη.
Ίσως το νόημα της εξόδου
από τη μήτρα.
Η θέση μας στον κόσμο.
Όπως τα φύλλα.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
142. Μάγος με τις Ψευδαισθήσεις:

Η πίστη στον Θεό.
Επιβάλλει.
Την πνευματική σχέση.
Του Μάγου με τις Ψευδαισθήσεις:
Πρέπει να τις υλοποιήσει.
Κι ας ξέρει πως είναι στηριγμένες.
Στον τρόπο που ο εγκέφαλος.
Θέλει να πειστεί.
Και πείθει.

Όπως εκείνη η γριά.
Στο Ρουμανίας.
Που έκλεψε.
Από απόγνωση.
Το δάκρυ της Παναγίας.
Και τη συλλάβανε.
Μετά από του παπά.
Καταγγελία.
Πως κάποιος χάλασε του θαύματος.
Την κερδοφόρα οικονομία.
Κι έκανε μέρες έρευνα.
Ολόκληρη Αστυνομία.
Κι όταν τη βρήκανε.
Δεν μπορούσαν.
Να τη συλλάβουνε.
Γιατί δεν υπήρχε νόμος.
Για μια τέτοια παρανομία.
Και τρομαγμένη δήλωσε σε εφημερίδα:
«Ήθελα να το κλέψω με τα χείλη μου.
Να πάψουνε τα βάσανα στο σπίτι μου.
Μα δεν μπορούσα.
Και έτσι το με ένα μαντίλι που κρατούσα.
Το σκούπισα.
Και το ’χω από τότε στο καντήλι.
Δεν ήξερα πως η Παναγιά δεν θα ξαναδακρύσει.
Με τόσα άσχημα στη ζήση».
Ή όπως εκείνη που στο νέο.
Ότι ο γιος της είχε πεθάνει.
Από τροχαίο.
Έβγαλε όλες τις εικόνες στην αυλή της.
Και μόλις έβρεξε.
Τους είπε.
Να σαπίσουν.
Μες τη λάσπη.
Και μέχρι κι αυτή να αποδημήσει.
Δεν τις ξανάβαλε στο σπίτι.
Και χρόνια πέρασαν.
Όπου οι διαβάτες προσπερνούσαν.
Ως βρέφος τον Ιησού στην αγκαλιά της Παναγίας.
Τον Αι Φανούρη και τον Άγιο Στέφανο.
Πριν μαρτυρήσει.
Σαν γείτονες.
Που κάθονταν στον κήπο.
Και χάζευαν.
Την κίνηση.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
143. Κρατικές οδηγίες:

Να επαγρυπνούν οι πολίτες.
Γι’ αυτό πια συλλαμβάνονται.
Όσοι περπατούν.
Χαζεύουν.
Ή ξεχνιούνται.
Με το κράνος της μηχανής.
Και μπαίνουν να ψωνίσουν.
Σε έναν ευγενικά του είπα:
«Δεν ήρθα να σας κλέψω.
Βλέπετε πολλά δελτία ειδήσεων».
Κι εκείνος μου απάντησε:
«Έχετε δίκιο, θα το προσέξω».
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
144. Επίσκεψη σε Διογένηδες:

Κρύβε τον ήλιο σε Διογένηδες.
Παρ’ τους κουβέντες.
Θα διδαχθείς πως όσα λιγότερα κατέχεις.
Πιο ελεύθερος.
Σε μερικούς.
Που αυτή η απόσυρση συνειδητή.
Σου παραδίδουν φιλοσοφία.
Οι άλλοι.
Που βρέθηκαν στο δρόμο.
Από κακοτυχία.
Με σαλεμένο νου.
Πολλές φωνές.
Και κάποιες γοερές.
Και κάτι τελευταίο:
Των Διογένηδων ο δρόμος σπίτι τους.
Κι εσύ ο επισκέπτης τους.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
145. Εναντίον Θεού:

Η πίστη στο Θεό.
Η πίστη σε γεγονότα.
Αναπόδεικτα.
Σχεδόν.
Σαν παραμύθια.
Αχιόνιστα.
Μια σεβαστή.
Παρηγοριά.
Για όσους.
Αντί να τρέμουν τη ζωή.
Το θάνατο φοβούνται.
Και θέλουνε.
Για σκέπη. Δημιουργό.
Για να μη σκέφτονται.
Πως. Όπως μόνοι τους.
Γεννιούνται.
Και μόνοι.
Αναχωρούνε.
Πως η φθορά.
Τον έφτιαξε τον άνθρωπο.
Και ότι το άπαν.
Μόριο αρχέγονο.
Με αντιγραφέα δαιμόνιο.
Που από κυττάρου απολήξεις.
Εποίησε.
Πλανήτη ολόκληρο.
Ξεχνώντας ότι γεννήθηκαν κι αυτοί.
Και δεν γλιτώνουν.
Της θνητότητας. Τον κύκλο.
Και μόλις ο εγκέφαλος σβηστεί.
Και βεβαιωθεί.
Η αναχώρησή τους.
Ως ψυχή.
Στης ανυπαρξίας.
Θα επιστρέψουνε.
Τον ύπνο.
Στο σύμπαν μιας μήτρας.
Πριν η Γη.
Κάνει στον Ήλιο της.
Το γύρο.
Το αίτιο.
Δηλαδή.
Κάθε ζωής.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
146. Eναντίον Θεού:

Η αμφιβολία μου
πιο δυνατή.
Από τις απαντήσεις,
Που δίνει η πίστη σου.
Στην απορία μου.
Της ύπαρξής μου.
Και της μοίρας μου.

Δηλητηριώδης η γνώση.
Πως είμαστε μορφή ζωής.
Άρα θνητοί.
Περαστικοί.
Χωρίς τη σκεπή Θεού.
Αγίων. Και Γραφών.

Γι’ αυτό η ανθρωπότητα φοβάται.
Να γεράσει.
Ή δεν αισθάνεται ντροπή.
Πολέμους να ξεσπάσει.

Το Θείο της ορίζει το Καλό και το Κακό.
Κι όχι της βούλησής της.
Οι πράξεις.
Και οι αποφάσεις.
Οι ικανές για το χειρότερο.
Και το πιο ξεχωριστό.

Στον μόνο κόσμο.
Που γνωρίσαμε να υπάρχει.
Σε αυτήν τη μορφή.
Τη Γη.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
147. Εκπαίδευση:

Είναι πολύ βίαιη.
Η ψυχρότητα.
Του υπολογιστή.
Στην αποθήκευση αρχείων,
όπως: Απελπισία.
Παρατημένο σπίτι.
Μοναξιά.
Αλλ’ ως της ψυχής. Γυμνάσιο.
Γνήσια στρατιωτικό.
Και χρήσιμο.
Όταν στη θλίψη.
Παραδίδεσαι.
Ως νάρκισσος.
Και όχι ως ζητιάνος.
Πριν το σκύψιμο.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
148. Εξήγηση εσωτερικής συσκότισης:

Ξεμένω επίτηδες
σε μέρη κατασκότεινα.
Για να αντιληφθώ.
Τη σπουδαιότητα.
Και μιας σχισμής φωτός.

Μα δεν λουφάζουνε.
Τα τεχνητά.
Νυχτόβια.
Που είμαι από μικρός.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
149. Λαντής:

Άφιλος ο άνθρωπος.
Που δεν χρειάζεται κανείς.
Και δεν χρειάζεται κανέναν.
Και η πορεία του.
Στη γη.
Με άλλον έναν.
Όπου μπορεί να ’ναι σκυλί.
Με το όνομα Λαντής.
Του Ροβινσόνα Κρούσου στο νησί.
Αν Θυμηθείς.
Δανείσου το βιβλίο.
Να μου το διαβάζεις.
Πριν τον ύπνο.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
150. Μαφίας αλήθειες:

Οι μαφιόζοι.
Δίνοντας τις παρακάτω οδηγίες
στον εκτελεστή.
Άθελοι διδάσκαλοι.
Πως ο εγκέφαλος.
Η ψυχή:

«Όχι στην καρδιά ο πυροβολισμός.
Μέχρι να φύγει.
Περνούν 40 δευτερόλεπτα.

Μια στο μυαλό.
Για αίσια αποτελέσματα.
Κι αν
Δεν σου φύγει.
Έτσι.
Η ψυχή.
Ρίξ’ τη.
Σ’ εσένανε».
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
151. Μαφίας αλήθεια:

Ξοπίσω σου.
Ψυχή που φόνευσες.
Θα δεις.
Αν και ο νους σου τη σκοτώσει.

Στην κατοικία της ψυχής.
Η μόνη Κόλαση που υπάρχει.

Αυτό.
Που η Αρχαία Ελλάδα.
Ονόμασε Ερινύα.
Είναι της τσίπας η αγρύπνια.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
152. Επεκτατική πολιτική:

Στο Σύγχρονο Κόσμο.
Όπου η ανθρωπότητα.
Της Γης.
Πιάνει τον τόπο.
Η ανέγερση.
Στις ανήλιαγες Μητροπόλεις.
Από το όζον.
Και του υπερπληθυσμού.
Το ζόφο.
Νέων λατρευτικών χώρων.
Ως μέτρο της επεκτατικής πολιτικής.
Της καθεστηκυίας θρησκείας.
Και μόνον.

Παραδείγματα.
Και πρόχειρα.
Στο βλέμμα:
Γεμάτη συναγωγές η Ιερουσαλήμ.
Γεμάτη εκκλησίες η Αθήνα.
Γεμάτα τζαμιά.
Τα λίκνα της Ανατολής.
Δίχως πνευματικότητα και ντροπή.
Κακοφτιαγμένα και αντιαισθητικά.
Στέκουν σιμά σε ιστορικά κτίσματα θρησκειών ή δογμάτων.
Τα οποία. Φτάνανε και περισσεύανε.
Για τον εκκλησιασμό των πληρωμάτων.


( *Σκληρό για εσάς.
Με πίστη στον Πλάστη Δημιουργό.
Να επισκεφθείτε.
Όχι ως τουρίστες.
Την Πόλη του Θεού.
Γιατί αυτή η μικρογραφία.
Λιμανιού της υφηλίου.
Τριών επίσημων θρησκειών.
Αιρέσεων.
Και δογμάτων.
Δεν είναι η Μέκκα του Θεού.
Μα του Πολέμου.
Που θα τελειώσει με της ανθρωπότητας το τέλος.
Κι ενός ανήκουστου. Θρησκευτικού εμπορίου.
Εκτός του Όρους των Ελαιών και της Ερήμου.)
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
153. Ορισμός της Ψυχής:

Ο εγκέφαλος.
Η ψυχή.
Γι’ αυτό πεθαίνει τελευταίος.
Γι’ αυτό και αναλόγως.
Της σκάλας.
Της στριφτής.
Των γονιδίων.
Και
πληροφοριών που στέλνουνε.
Σε χιλιάδες.
Συνάψεις.
Από νευρώνες.
Η κάθε ανθρώπινη ύπαρξη.
Διαφορετική.
Και με άλλον ίσκιο
(ακόμη και σε δίδυμο).
Και βλέπουμε.
Ακούμε.
Κι οσφραινόμαστε με αυτόν.
Και μέσω αυτού.
Αισθανόμαστε.
Και τα αισθήματα.
Σε στρόβιλο νευρωνικών απολήξεων.
Με κύτταρα.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
154. Ζύγι τραγωδίας:

Το μέγεθος
μιας τραγωδίας.
Το ορίζει.
Η διάρκεια της σιωπής.
Των παιδιών.
Κι αυτό το ζύγι.
Δεν έχει ποτέ του.
Πειραχτεί.
Για αισχροκέρδεια.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
155. Πουλιά συντροφιάς:

Τίποτε πιο τρομακτικό.
Από τη βουβαμάρα των παιδιών.
Χωρίς να έχουν τιμωρηθεί.
Ή από πείσμα.
Η καταφυγή στη σιωπή
δεν ταιριάζει στα παιδιά.
Μοιάζουν.
Με τα μελαγχολημένα πουλιά συντροφιάς.
Των μητροπόλεων.
Που πετούν χωρίς να τραγουδούν.
Από εκδίκηση.
Για τη φυλακή τους.

Η καταφυγή στη σιωπή.
Υπόθεση των ενηλίκων.
Τα παιδιά.
Δεν πρέπει να νιώθουν.
Ικανά.
Να σωπαίνουν.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
156. Εξομολογητήριο:

Ο παράνομος άνθρωπος
Ποτέ του.
Δεν φυλάει.
Ούτε και κρύβεται.
Σε απίστευτες.
Κρυψώνες
. Ως φάντασμα.
Απαρατήρητος περνάει.
Και τα σχέδιά του.
Σε συνδέσμους ποδοσφαιρικών οπαδών.
Ή πάρκα.
Τα ετοιμάζει.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
157. Παράλληλη Τηλεοπτική ζωή :

Αν βλέπεις τηλεόραση.
Γεμίζεις τις ρυτίδες.
Αν βλέπεις τηλεόραση.
Σου ’ρχεται γράμμα δίχως κόλλα.
Αν βλέπεις τηλεόραση.
Και τρως μπισκότα.
Η ευτυχία θα σου έρθει.
Από την πόρτα.
Η αληθινή επανάσταση.
Στο σύγχρονο κόσμο.
Το κάψιμο της συσκευής.
Στο δρόμο.
Και πέρασμα από πάνω της.
Όπως στον Παλιό κόσμο.
Από αναμμένα κλαριά.
Σε μια παλιά χριστιανική γιορτή.
Ή η καταδίκη της.
Να μένει κλεισμένη.
Αν για το τίποτα.
Επιμένει να ομιλεί.
Και να αγοράζει χρόνο.
Που ούτε ο Διάολος των χριστιανών
κατάφερε στον ανθρώπινο κόσμο.
Δεν είναι η αληθινή ζωή,
αλλά η Παράλληλη Τηλεοπτική.
Κι αν ασχολούνται μαζί της.
Οι πολλοί.
Καρφί να μη σας καίγεται.
Αντάρτες. Της Τέχνης. Και της Ζωής.
Πάντα οι πολλοί
πηγαίναν’ στις αρένες.

--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
158. Απαισιοδοξία:

Να σε γνωρίσουν.
Όσοι περισσότεροι.
Άνθρωποι.
Μπορείς.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
159. Συνθηματική γλώσσα:

Πιο επικίνδυνη.
Η αλφαβήτα.
Στον αέρα.
Γι’ αυτό.
Και με τη γλώσσα των κωφών.
Οι επιθέσεις.
Στα τραπεζικά τοκογλυφεία.
Και σε διαχειριστών.
Της πολιτικής.
Γραφεία.
Ας γράφουνε οι κάμερες.
Υψίστης ασφαλείας.
Στα χέρια μας.
Αετοί. Με νύχια.
Για κάθε άπληστο.
Να γίνεσαι βενζίνα.
Με τύμπανα σπασμένα.
Να μην ακούς.
Την έκρηξη.
Κι εσένα.
Σαν σε βυθό.
Είναι πιο εύκολα.
Είναι σκληρή η κωφότητα.
Με λέξεις άγλωσσες.
Οι σκέψεις ασχημάτιστες.
Και η αίσθηση. Των χώρων.
Ποτέ ολοκληρωμένη.
Σαν να περπατάς σε κουπαστή.
Σκαριού.
Που κύμα βολοδέρνει.
Μα αυτό βοηθά.
Για τον αγώνα.
Στο Νέο Κόσμο.
Χωρίς συνείδηση.
Σαν τα μπουλόνια.
Να σκας.
Στα Σώματα Ασφαλείας του Κανόνα.
Που την εξαίρεση.
Πατάσσουνε.
Αιώνια.
Και κατεβαίνουν.
Ως στρατός Αρχαίας Ρώμης.
\Κι εμείς για αυτούς.
Κι εσάς.
Οι γνωστοί-άγνωστοι κουκουλοφόροι.
Κωλόπαιδα.
Από σπίτι.
Σκορποχώρι.
Και είμαι παιδί σας.
Στο δυσανάγνωστο.
Το Χάρτη.
Μίας Μητρόπολης.
Με σύνορα.
Από τις τάξεις.
Κι Οριογραμμές τόσο πολλές.
Της ιστορίας.
Της γεωγραφίας.
Της οικονομίας.
Της πολιτικής,
Και της κοινωνίας.
Των υπηρεσιών ασφαλείας.
Της τεχνικής.
Πια.
Επικοινωνίας.
Της ανέχειας.
Και των εξωραϊσμένων προαστίων.
Των ανερχόμενων.
Πλουσίων.
Κι έχετε ακόμη απορία.
Γιατί κατέφυγα στη βία.
Σε μια πατρίδα,
που για την Τέχνη* και την Παιδεία.
Τα ρέστα.
Που ντρέπεσαι να πάρεις.
Πίσω.
Οι κυβερνήσεις της.
Τα δίνουν.
Με ευκολία.
Παρόλη
την ιστορική της κληρονομιά.
Όπως τη διδαχθήκαμε επί δωδεκαετία στη σχολική φιλολογία.
Αλλά σε αυτήν την άμοιρη πατρίδα.
Όπου Δήμος
και ενορία.
Ούτε σχολεία.
Ούτε γυμναστήρια.
Ούτε μικρά Χημεία.
Ούτε της Φυσικής εργαστήρια.
Ούτε με δέντρα πάρκα.
Αλλά με αγάλματα.

(*Η πραγματική τέχνη. Δεν είναι τα εύπεπτα έργα. Από της διασημότητας. Την τηλεοπτική και έντυπη κουστωδία. Τους οποίους συντηρείτε μέσω τηλοψίας. Λησμονώντας τα λόγια του Βίκτορα. Στους «Αθλίους»: «Η επιτυχία δεν σημαίνει και αξία».)
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
160. Φύλλα της Πυθίας:

Η γνωριμία μου.
Με τα φύλλα της Πυθίας.
Ως αναλγητικό.
Από άνθρωπο δικό.
Για να ξεπεράσω.
Τους πόνους.
Έλλειψης βενζίνης.
Περαστικός.
Αν άναβε τσιγάρο.
Οι φλόγες μου.
Ως πάνω.
Στα βενζινάδικα.
Τι χρέη έκανα.
Που μου ποτίζανε τα
ην αύρα μου.
Κι Όλη μου.
Η κόλαση.
Στα μάτια μου.
Κι έτσι.
Τα φύλλα.
Η τελευταία μου ελπίδα.
Να βρίσκουν λησμονιά.
Οι εφιάλτες μου.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------