50-99

50. Χωροταξία πνευμάτων:

Μ’
Αίμα μου.
Που πέταγες.
Μ’ αυτό.
Μα ήξερες.
Πως η προσγείωση.
Ή πτώση στο κενό.
Ή εκτός διαδρόμου.
Με ρόδα σπασμένη.
Και φτερό.

Περάσαμε απ’ έξω.
Απ’
εργοστάσιο.
Που χορό.
Είχα για χρόνια.

Με τοίχους
και καθρέφτη.
Ολόσωμο.
Γυαλιά και φώτα.

Που για πεδίο.
Της μάχης.
Ως εφέ.
Πριν πέσει βόμβα.

Φέρνουν τον τρόμο.
Και ουρλιαχτά.
Σε Ψυχές.
Μετόπισθεν.
Για χρόνια.

«Εδώ συχνάζεις;
Τι να πω;
Γι’ αυτό.
Βουλιάζεις. .
Στα φαντάσματα
Καπνεργοστάσιο
υπήρξε φοβερό.
Που ’χε για εργάτες του.
Από παιδιά μόλις χρονών.
Μέχρι γερόντια.

Κι όλοι πεθαίναν’
απ’ αίμα φθισικό.
Αφού τους βάζαν΄'
να δουλεύουν.
Τον καπνό.
Και υπό βροχή.
Με τις ομπρέλες.

Κι ήτανε θέαμα θλιβερό.
Άμα μπορούσες.
Και τους έβλεπες.

Σκιές.
Υπό τις λάμπες.
Της Θυέλλης.
Σκυμμένες.
Ως τα πόδια.

Κι αν είχε αέρα.
Το βήχα.
Καθαρά.
Τον άκουγαν.
Στα βόρεια.

Και κάποιος.
Έγραψε γι’ αυτό.
Και την εικόνα.
Αποτύπωσε.
Σε σκίτσο.


Και το υπουργείο Υγιεινής.
Έκανε έλεγχο.
Μα απ’ αυτόν.
Που για του Τύπου.
Ενα δίστηλο.

Γι’ αυτό γυρίζεις.
Σαν να ήσουνα.
Στο Μέτωπο.
Το Δυτικό.
Και τραυματίας.
Που το κρεβάτι του.
Ούτε μια ίντσα.
Απ’ τον διπλανό.
Όταν ακόμη του ενός μέτρου.
Την απόσταση.
Δεν την επέβαλε
η ιατρική νομοθεσία.

Γιατί το ακίνητο ανήκει στα παιδιά του.
Κι εσύ πλουτίζεις
-( αφού τη χωροταξία των πνευμάτων. δεν γνωρίζεις.
κι ο χάρτης πίσω από την έδρα.
είναι για σένα στα καρφιά του-)
Τις ίδιες λέρες.

Σε μια επανάσταση.
Που σκότωσαν. Δευτέρες.


Κι εγώ της ανταπάντησα:
Υπάρχουν και χειρότερα.
Στην πόλη Οσιετσιμ.
Της Πολωνίας.
Αποφάσισαν μετ’ ομοφωνίας.
Να μετατρέψουν.
Σε κέντρο διασκέδασης
ου Άουσβιτς κτίσμα..

Και η διαφήμησή του.
Για τη φριχτή τη χρήση του.
Θα λέει.


Κι ο ανθρώπινος.
Ο λύκος μας.
Θα τρέξει να χορέψει.
----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
51. Μνήμη:

Η μια στην προσφυγιά.
Πλήρη αφωνία.
Η άλλη λεπτομέρειες.
Της φωτιάς.
Που ’χει η οργή.
Της φανατίλας.
Ακόμη.
Και το γδούπο.
Κομμένου κεφαλιού.
Από του Τσέτη.
Τη λεπίδα.
Και των Συμμάχων τα καυτά νερά.
Μη σκαρφαλώσουνε.
Στα πλοία.
Σε ένα από τα μεγαλύτερα πουλήματα.
Και βίαιης μετακίνησης πληθυσμών.
Της Ιστορίας.
Και τα σφυρίγματα.
Απ’ του Ελλαδίτη.
Τα μαστίγια.
Σαν κουβαλούσε ως παιδάκι.
Πέτρα και κάρβουνο.
Εργάτρια στα λιμάνια.
Και γύρω μένος.
Για την τουρκόσπορη ορφάνια.
Η μια το στόμα της ραμμένο.
Κι η άλλη.
Των χαρακτήρων.
Τίποτε κρυμμένο.
Κι έτσι.
Μ’ αυτήν.
Ένιωσα λίγα.
Απ’ τα υλικά.
Της προσφυγιάς.
Στα μητρικά.
Γονίδια.
Ενώ.
Την άλλη.
Με σεβασμό.
Την Πείραζα.
Ότι ερευνητές και συγγραφείς.
Μαζί της θα ’ψαχναν δουλειά
. Με αγγελία.
Κανείς Δεν θα έγραφε σελίδα.
Και στης ψυχής. Θα καταφεύγαν’.
Την ιατρική βιβλιογραφία.
Με μια Μανία.
Που θα ’χαν συλλογή.
Από παραπομπές.
Μετατραυματικού σοκ.
Και αμνησίας.
Μ’ αυτά τα έγχρωμα χαρτάκια.
Που σημειώνουμε.
Τα Ψώνια.
Και τις υποχρεώσεις.
Της βδομάδας.
--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
52. Ιατρών παρηγοριά στον καταδικασμένο:

Όταν οι γιατροί.
Σηκώνουν ώμους.
Στα μαντάτα.
Κι ανακατεύουν στις δουλειές τους.
Το Θεό και τα Ουράνια.
Παρηγοριά στον καταδικασμένο.
Κι όχι στον άρρωστο.
Όπως το συρρικνώνει.
Η λαϊκή σοφία.

Ως ο Θεός στα χειρουργεία.
Ξέρουν καλύτερα από μένα.
Στα βουλκανιζατέρ.
Με τα φορεία.
Πως δεν υπάρχει ούτε Θεός.
Ούτε ουράνια.
Εκτός αν το επιτρέπει.
Ο νους.
Που στέκει απέναντί τους.
Χωρίς αμφιβολία.


Κι από γονιδιακή κληροδοσία.


Απλώς.
Μια σεβαστή.
Ανθρώπινη κλίση.
Μια ανάγκη.
Της θνητής μας.
Φύσης.
Που Σύμφωνα.
Με τα ευρήματα.
Της επιστήμης.
Σε ένα από τα τριάντα δύο χιλιάδες γονίδια.
Στα οποία υπάρχουμε.
Με την ονομασία VMAT2.
Γράφεται.
Και στον εγκέφαλό μας κατασκευάζεται.
Και που κακώς μπερδεύεται.
Σε χώρους ιατρικής.
Και σε ζωής.
Οργανισμούς αβύσσους.
Που δεν διαβάζονται με το Θεό.
Αλλά με τη βιολογική. Μορφή τους.

Αποδεικνύοντας.
Πως η σκέψη.
Τα συναισθήματα κι η μνήμη.
Είναι αποτέλεσμα χημικών αντιδράσεων.
Που λαμβάνουν χώρα.
Στον κλειστό χώρο.
Του εγκεφάλου.
Και του ανθρώπου το μυαλό.
Το μεγαλύτερο χημείο.


Ακόμη.
Κι ο Θεός.
Δικό του στοιχείο.
----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
53. Μαφίας ευαισθησίες:

Στο Σιδηρούν Παραπέτασμα.
Αφότου έπεσε.
Νονός.
Που προωθεί γυναίκες.
Σαν κρέας χοιρινό.
Και κάθε βράδυ.
Τον επισκέπτεται η Τάξη.
Να παίρνει το μερίδιο.
Ώστε ανενόχλητος.
Να κάνει το χασάπη.

Σε μια ταραχή.
Που πήρα τα πουλιά μου.
Κι εμένα.
Απ’ ένα σπίτι.
Που το ΄χα το φτιάξει.
Ως παιδί.
Με κουβαδάκι.
Μου ’δωσε χέρι βοηθείας.
Για Να φορτώσω.
Τα κλουβιά.
Στο μηχανάκι.
Και συμβουλή.
Μη μου πεθάνουνε.
Απ’ αέρα κι από γκάζι .

Και μέχρι να μπορώ.
Να ξεκινήσω.
Με παρακάλαγε.
Μ’ όσα λεφτά.
Να του πουλήσω.
Την Ιζαμπέλα.
Που ’χω χρόνια.
Κι όλη τη μέρα.
Αναρωτιόμουν.
Πως είχε.
Για πουλιά.
Ευαισθησίες.
Κι όχι για τους ανθρώπους.
Που ζουν τ’ απάτριδα.
Τις τραγωδίες.
Ώσπου τον είδα.
Νεότερο.
Να του λασκάρει. Βίδα.
Η κοινωνία.
Κερδίζοντας τη θέση του.
Στου κακού.
Την οδό.
Της ευκολίας.
Και με πετούμενα.
Και ζωντανά.
Να αποφασίζει.
Πως θα ’χει πια συνομιλία.
Και το στριγκό τον ήχο.
Μες στο μυαλό.
Απ’ τα κατσαβίδια
. Να τον σκεπάζει.
Με κελαηδήματα.
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
54. Δημόσιες σχέσεις:

Στην παιδική ηλικία.
Αρκεί να σκάψεις.
Λαγούμι.
Στην ακτή.
Και στην παρέα.
Θα χωθείς.

Στην παιδική ηλικία.
Αρκεί να δώσεις.
Μπάλα.
Κι έχεις ομάδα.

Έχουν σκληρότητα
μεγάλη τα παιδιά.
Αλλά δεν συνδυάζεται.
Με της κοινωνικής ισορροπίας μας
τις υποκρισίες.

Από της σκληρότητας.
Τον τρόπο.
Μπορείς να αντέξεις.
Αλλά το σφάξιμο.
Με το χαμόγελο.
Των δημοσίων σχέσεων.
Σε τρελαίνει.

Λέτε γι’ αυτό να αυτοκτονούν.
Συχνά.
Διοικητικά στελέχη;
--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
55. Άνθρωποι σε ξέρα:

Στον περίβολο.
Της Εκκλησίας.
Που κλαίω.
Γιατί έρωτας.
Μου άναψε.
Κερί.
Ήρθε.
Άλλος ένας.
Ίσκιος.
Να βγάλει.
τη. Βροχή.

Κι έτσι όπως πέσαμε.
Ο ένας με το άλλον.
Τόσο νερό στεγνώνει.
Στη στιγμή.
Και μια αμηχανία.
Λες και είμαστε.
Σκαστοί.
Από φυλακή.
¨

Η ξαφνιασμένοι.
Που στην ίδια ξέρα.
Κι οι δυο.
Είχαμε πιαστεί.


Και φύγαμε στα βιαστικά.
Προς άλλες κατευθύνσεις.
Και νιώθω γι’ αυτόν τον άγνωστο.
Τον ίσκιο. Ευγνωμοσύνη.


Πρώτον. Που φεύγοντας.
Μου χάρισε μια εικόνα.
Σπάνια. Ανθρώπου της Μητρόπολης.
Να κόβει δυο λουλούδια.
Από ντροπή.
Που έπεσε με δάκρυα.
Σε ξένο.
Μες τη νύχτα.
Ενώ εγώ στο μηχανάκι.
Προσποιήθηκα.
Πως κοίταζα.
Αν είχα άλλη βενζίνα.

Και δεύτερον:
Που έτσι. Γαλήνεψα.
Αλλιώς βαθύ πρωί.
Θα με ξυπνούσε.
Του πάρκου.
Η κανονική ζωή.
Με μάτια κόκκινα.
Από την αλμύρα.
Και μελανό απ’ τη θάλασσα.
Που μπορώ να τρέχω.
Ως ανθρώπινο είδος.
Σαν κλαίω.


Και θα κουνάγαν’ τα κεφάλια.
Σαν δάσκαλοι κακοί.
Από την έδρα.
Γιατί οι καλοί.
Στο ύψος των ματιών.
Του μαθητή.
«Γι’ άλλο ένα νιάτο
στα δίχτυα των ναρκωτικών».
(Η μεγαλύτερη. Που μπορείς.
Να Ξεστομίσεις. Ανοησία.
Του σύγχρονου. Ανθρώπινου πολιτισμού.
Είναι τα δίχτυα) –


Και θα ’πρεπε και πάλι.
Να το σκάσω.
Πριν έρθει ασθενοφόρο.
Και δίνοντας στοιχεία.
Τους λέω πάλι τα ίδια.
Του έρωτα είμαι πιόνι.
Δεν είμαι εγώ πρεζόνι.
----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
56. Μάχες της ειρήνης:

Είμαι στρατιώτης.
Στην πρώτη γραμμή.
Στις μάχες της ειρήνης.

Ακόμη και το Στάλινγκραντ.
Αγρός με το τριφύλλι.
Εδώ.
Σφαγιά.
Πριν το λεπίδι.

Και ζήλια οι στρατάρχες.
Για τις ασκήσεις.
Που δεν ξεμένουν.
Επί χάρτου.
Αλλά.
Εφαρμόζονται
στο δρόμο.
Έως θανάτου.


Η διαφορά μας.
Πως στο στρατό τους.
Κανείς.
Δεν θα καταταγεί.
Εκτός απ’ την περίπτωση.
Του αμύνεσθαι.
Σε εισβολέα κατακτητή.


Βλέπετε: Η επιλογή.
Των υπερδυνάμεων.
Της Ιστορίας.
Ακόμη και της δικής μου
στ’ αρχαία χρόνια
πατρίδας.

Να πολεμούν.
Για να κυβερνούν.
Περισσότερους.
Ανθρώπους.
Και να κυκλοφορεί.
Το χρήμα.
Το δικό τους.
. Και να αποκτήσουν.
Ιδιοκτησίες.
Στην οικουμένη.
Που ως εμπορικό.
Βασίλειό τους.
Θα εργάζεται.
Για το σκοπό τους.

Και να ακούς σκυλιά.
Αλλά να μην έρχονται.
Ποτέ.
Από το όπλο στον κρόταφό τους

Ακόμη αίνιγμα.
Για νου.
Ονειροπόλου.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
57. Αποστακτήριο τσίπουρου στη φυλακή:

Οι κυβερνήσεις-
Κράτη.
Δεν διαθέτουνε.
Κονδύλια.
Για τη Δικαιοσύνη.
Την Υγεία.
Την Παιδεία.
Τον Πολιτισμό.
Και τους εργάτες τους.
Απ’ τον κεραμοποιό.
Μέχρι τους ποιητές.
Που των πραγματικών.
Το πρόσωπο.
.Ο κόσμος.
Δεν γνωρίζει.


Τα πιο πολλά.
Στους Τσιμεντάδες.
Και το υπουργείο Αμύνης.

Και το Δημοσίας Τάξεως.
Που την Τάξη επαναφέρει.
Αποκλειστικά.
Σε άτσαλα στόματα.
Στους εραστές.
Που τρών’ τα σωθικά τους.
Και στους απάτριδες.
Που με τους νόμους μας.
Δεν θα μπορέσουνε.
Ποτέ. Να κάνουν τα χαρτιά τους.

Ώστε Να συντηρείται.
Το ξέπλυμα χρήματος .
Από το κουβάλημα κορμιών.
Στις μεθορίους,
Οι συνορίτες.
Να πλουτίζουν.
Και κάποιοι να ταξιδεύουν.
Τα λευκά ναρκωτικά τους.

Κι ο κύκλος του εγκλήματος.
Με χάρη να γεμίζει.


Τελευταία.
Την πλήρωσε.
Στη σούμα.
Ο Σωφρονισμός.
Και ο φούρνος τους κλειστός.
Που κάναν’.
Τα κουμάσια μας.
Ψωμί.

Και το διέθεταν.
Σε ιδρύματα.
Κι, έστω.
Κι αν κάποιοι.
Δούλευαν σε αυτό.
Με τα γλειψίματα.
Να νιώθουν κάπου χρήσιμοι.
Το ένιωθαν.


Και κάποιοι μυστικά.
Συνεννοηθήκανε.
Να κάνουν αποστακτήριο.
Για τσίπουρο.
Στ’ ελάχιστο κελί.
Μην τρελαθούνε ακίνητοι.
Κι είπανε:
«Εμείς.
Που δεν έχουμε ποτέ.
Επισκεπτήριο.
Ας μπουρλοτιάσει.
Απ’ τη στενοτοπιά.
Το αποστακτήριο.
Ας γίνουμε λαμπάδα.
Απλώς
Θα πούνε.
Τα Άθλια ρεμάλια.
Που τα ’χα. Ως Κοινωνία
Τιμωρία..
Από το τσίπουρο Καήκανε.
Που φτιάξανε.
Μην τρελαθούν.
Απ’ την ακινησία.».
--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
58. Περιγραφή της σπηλιάς μου:

Η σπηλιά μου
στο Σύγχρονο Κόσμο.
Σε κτίριο έξι πατωμάτων.
Παλιάς κατασκευής.
Γι’ αυτό.
Με ενοικιαστές.
Εργάτες.
Οξυγόνου.
Εξορισμένους. Γέροντες,
Σοφούς,
Απάτριδες.
Και ποιητές,
Που.
Δεν θα εκδοθούν.
Ποτέ.
Τους οποίους από το φωταγωγό.
Μόνο θα ακούσεις.

Εκεί που ’χει νερό.
Μιλούν.
Για να την πνίξει.
Τη μοναξιά τους.

Να μη γνωρίζει αντήχηση.
Στην τοίχινη σπηλιά τους.
-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
59. Κλείστε τις πόρτες στα αγριοκάτσικα:

Οι λιμουζίνες μου.
Πολλές.
Και με ταξίμετρο.
Άλλες καινούριες.
Και άλλες.
Καμινέτα.
Όπως αυτή με οδηγό.
Κεκαρμένος εν χρω.
Με δερματοστιξία. Φύλλα.
Που πέφτουν από δέντρα.
Ζωγράφου παιδιού.
Δημοτικού. Και η μουσική.
Απ’ το ράδιο.
Η βροχή.
Που πέφτει απάνω σε παρμπρίζ.
(Ποια κεραμίδια; Τώρα η βροχή. Πέφτει Σε αμάξια και Σκουπίδια).
Η άλλη μ’ οδηγό. Εργάτη.
Στη Μέση Ανατολή.
Που απ’ τη δουλειά του.
Στο μαύρο το ζουμί.
Αγόρασε ταξί.
Και γύρναγε ως σκαρί.
Κι η τρίτη ο αδερφός.
Ενός. Που ’χε της Περσεφόνης.
Μαγαζί.
Και τον σκοτώσανε.
Με σφαίρες.
Αγριογούρουνου.
Για να ’ναι αγύριστη.
Η ψυχή. Και μαζί τους: Φώναζα:
«Κλείστε τις πόρτες».
Όπως προστάζουν. Οι βοσκοί. Στα ελληνικά νησιά.
«Να μην αμοληθούν. Τ’ αγριοκάτσικα».
-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
60. Μέλλον:

Όταν θα ξαναγεννηθείς.
Ως παιδί πραγματικής επαφής.
Από γονείς.
Χορευτές.
Σε Σάλες Πραγματικής Επαφής.
Της Εναέριας Ζωής.
Που Λόγω ανυπακοής στους νόμους.
Περί γεννητικότητας.
Και δημιουργίας.
Εξορίστηκαν στη Μητρόπολη «Έκλειψη».
Στη Ζώνη Εργατών Οξυγόνου.
Θα παίζουν στις κάμερες.
Οι κρατικές ανακοινώσεις.
«Μείνετε στη Σελήνη.
Η Γη.
Είναι της ήττας.
Ο πλανήτης».


Και στην «Έκλειψη».
Η ανθρώπινη ζωή.
Ψηφιακή.
Χωρίς ορχήστρες.
Θέατρα.
Μουσικά όργανα.
Και βιβλία.
Ή όργανα ζωγραφικής.
Ούτε επαφή.
Με τη φύση.
Του Παλιού Κόσμου.
Επειδή θεωρείται.
Πως λύνουν.
Στην ανθρώπινη ψυχή.
Επιθυμίες.
Που ανεκπλήρωτες.
Χωρίς τη Γη.
Κι ευθύνονται.
Για δεκάδες αυτοχειρίες.
Κυρίως παιδιών.
Κι εφήβων.
Και η πορεία.
Της ανθρωπότητας.
Γίνεται γνωστή.
Μόνο μέσω.
Των σχολικών υπολογιστών.
Και των ειδικών μουσείων.
Όπου και.
Στη θέα της φύσης.
Του γενέθλιου πλανήτη.
Μέχρι και τον 21ο αιώνα.
Δακρύζουν όλοι.
Και μερικοί.
Αδυνατούνε να μιλήσουν.
Από το λυγμό.


Για της ατόφιας θάλασσας.
Νερό.
Για λίγη άμμο.
Και τον ήλιο.
Ή σε ενός δέντρου.
Κάποιον ίσκιο.
Σε έναν αγρό.
Μοναδικό.
-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
61. Μουσική από χάπια:

Οι άνθρωποι.
Απ’ άμμο.
Παίξαν’ μουσική.
Κλεισμένη.
Σε έναν κάκτο.
Που του γυρνάγαν’.
Τ’ αγκάθια.
Μέσα- έξω.
Κι όπως αυτή κυλούσε.
Γινότανε κρουστό.
Με ήχο κυμάτων.
Ή ψιθύρων.
Της παιδικής σου ηλικίας.
Ειρηνικών.
Από το διπλανό δωμάτιο.
Μετά.
Στην τεχνητή μας Φύση.
Βγάλαμε. Μουσικές
Από τσιγκάκια.
Μπίρας.
Ή από καπάκια.
Κάδων απορριμμάτων.
Και μπουκάλια.
Και τελευταία.
Από τα χάπια.
Αφού οι περισσότεροι.
Με της Χημείας.
Τη Συντήρηση.
Ανεχόμαστε.
Πως στη Μητρόπολης ο ορίζοντας.
Σε τοίχο.
Κι ο προσανατολισμός.
Γι’ αυτόν το λόγο.
Αδύνατος.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
62. Σπάραγμα:

Το δικό μου.
Λεωφορείο.
Πάντοτε σε διαδρομή.
Ποτέ η καρτέλα του.
Δεν γράφει
Αμαξοστάσιο.
----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
63. Μέλλον:

Πριν οι κοντραμπάντηδες.
Της παλιάς φύσης.
Ξεμπαρκάρουν.
Στις αποικίες.
Της ανθρωπότητας.
Στο χάος.
Παίζουν για μέρες.
Στα διαστημικά τους σκάφη.
Μπομπίνα
με βροχή.
Σε κεραμίδια.
Κι από τη λύπη τους.
Τα χάνουν.


Έχουν δεθεί με το φορτίο.
Που θα αγοράσουν.
Πλουσιόσπιτα.
Ως. Ντεκόρ.
Και επένδυση.
Για δείπνα.
Ελιές ολόκληρες.
Αιωνόβιες.
Και κερασιές.
Όστρακα
. Βότσαλα,
Κοράλλια.

Ακόμη με τα φύκια.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
64. Εσωτερικό νερό:

Πάει χαμένο το νερό.
Που ’χουμε μέσα μας.
Ως ζώα.
Εύκολα.
Φτύνουμε
Ή κλαίμε.
Κι Ελάχιστα.
Γελάμε.
Δαγκώνουμε τη γλώσσα.
Και χύνουμε ιδρώτα.

Αυτό που κάνανε.
Κι οι άτυχες ψυχές.
Στου Άουσβιτς.
Τα βαγόνια.

Είναι ο δρόμος μας.
Μακρύς.
Και το Κακό.
Η ισορροπία.
Της κοινωνίας.
Όπως τη θέλαμε.
Οι λευκοί.
Στην Ιστορία.


Πηγή.
Τεχνών κι Επαγγελμάτων.
Τάξεων.
Κι εύκολων.
Καιάδων.
Της αγοράς.
Που μας συνδέει.
Των επιχειρημάτων.
Για τα έθνη.


Μεγάλη έρημο.
Διασχίζουμε ως όντα.
Και το νερό αυτό.
Μπορεί.
Να μας γλιτώσει.

Άμα της γης.
Θα ’χει στεγνώσει.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
65. Η καλύτερή μου φίλη παιδί:

Η φίλη μου παιδί.
Την ξέρω από τα έξι της.
Δεν βλέπω το πουλί.
Κάνει βόλτα στο κλουβί.
Μια σκέψη της.
--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
66. Άνθρωπος γαβγισμένος:

Αν είσαι γαβγισμένος.
Απ’ αγέλη.
Της πείραξες τα μέρη.

Και τα σκυλιά της
Τριγυρνάνε άσκοπα.
Και σφάζονται.
Για λίγα μέτρα.

Στο άπειρο σύμπαν.
Και σε άλλα ανήκουστα.
Και με γυμνή ματιά.
Απλησίαστα.

Με αειφανείς αστέρες.
Και άφαντους.

Κι αυτό το κάνουν.
Γιατί ποτέ κανείς.
Δεν τους μίλησε.
Γι΄’ αυτά.
Και
Για τη θέση τους.
Στον κόσμο.
Υπό ουρανό .
Αλλά μονάχα υπό Θεό..
Που εποπτεύει
αυτός τη μοίρα τους.
Αν είσαι δε.
Ένα.
Μοναχό κακό.
Ή θάνατος.
Το βρίσκουν.
Ή αρρώστια.
Ή χαρακτήρας.
Στο νερό.
Και σαν πνιγμένο.
Σε αντικρίζουν.
Και σε ξεβγάζουν
με τα δόντια.
Στη στεριά.
Που τριγυρίζουν.
Η αγέλη.
Δεν σκαμπάζει.
Από ανθρώπων υψηλή.
Διπλωματία.
Τα γράμματα της αύρας.
Διαβάζει σιωπηρά.
Όπως και τ’ άλλα ζωντανά.
Που σ’ ικανότητες.
Και πολιτισμό.
Την ανθρωπότητα.
Κερδίζουν.
Με τόση διαφορά.
Που σε σαστίζει.
Σαν την Ατόφια.
Ομορφιά.
--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
67. Η εξ αίματος μνήμη:

Όταν η ξένη μνήμη.
Ζωντανή.
Σκληρά προσωπική.
Κυρίως σε συμβάντα.
Όπου υπήρχες.
Σ’ άλλες μορφές ζωής,
Αλλά ακόμη.
Δεν είχες γεννηθεί.
Από μια μάνα.

Όπως της Αλίκης μου.
Μια ιστορία της.
Πριν να γενεί.
Μια ακόμη
. Πρόσφυγας.
Της Γης.
Να πλατσουρίζει στο Βόσπορο.
Τα πόδια της. Παιδί.
Όταν η προγιαγιά μου.
Έστρωνε το τραπέζι.
Της οικογενείας της.
Στην άμμο της θαλάσσης.
Σαν να συμβόλιζε. Μ’ αυτό.
Το σκόρπισμα που θα ’ρθει.

Κι ένιωθα δίπλα της.
Κι εγώ.
Σε ένα διαμέρισμα.
Στενό.
Στα πόδια μου.
Νερό. Θαλάσσης.
Και το 'σπρωχνα.
Καιρό.
Στα βήματά μου.
Ή σε αποστάσεις.
Της νύχτας.
Όπου υπήρξα βαρδιανός.
Απ’ τα μικρά μου

Ή στης Ελσας μου.
Την ιστορία.
Για ένα αίμα μας τρελό.
Και θηλυκό.
Που ’λέγαν Θεία.
Που πριν κι αυτή.
Γενεί
μια. Ακόμη. Πρόσφυγας της γης.
Στο σπίτι της.
Μπουκάρισε ως εχθρός.
Αδέρφι της.
Που πίναν’.
Με αμανέδες του Ντοκτόρ.
Και τα λεφτά του κόπου της.
Πήγε να κλέψει.

Κι αυτή του λέει. Δακρυσμένη: «
Εκεί ’ναι, σκύλε. στην κασέλα!
Κάτω στον πάτο. Σαν κι εσένα».
Κι έτσι.
Όπως έσκυψε να ψάξει.
Κλείνει η τρελή μου.
Την κασέλα.

Κι αυτός στον πόνο να σφαδάζει.
Κι αυτή από πάνω του στο αίμα
«Όπου κι αν πας. Θα σε γνωρίσω.
Από το σημάδι σου στο σβέρκο».

Κι όπως την άκουγα.
Πονούσα.
Και για σημάδι στον καθρέφτη.
Όλο Ψαχνόμουν.
Και κοιτούσα.
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
68. Δύο μικρά αγροτόσπιτα:

Κανείς.
Δεν κατάλαβε.
Στο Μπλοκ 11.
Γιατί ο συνταγματάρχης.
Διοικητής.
Του στρατοπέδου Άουσβιτς.
Ρούντολφ Ος .
Σκότωσε.
Με όπλο μικρού διαμετρήματος.
Έλληνα κρατούμενο.
Που κατείχε.
Κάρτα.
Με το έργο.
Τα δύο μικρά αγροτόσπιτα
του Βίνσεντ Βαν Γκονγκ.

Λέγεται.
Πως εξομολογήθηκε μετά.
Σε παραλήρημα.
Πονοκεφάλων.
Που τον βασάνιζαν επί μακρόν
(Η βιολογία του.
Μάλλον.
Αντιστεκόταν
στο τόσο ένστολο κακό.
Που έφερε).
Το μίσος.
Για τους Έλληνες.
Απ’ την ντροπή.
Που Αιώνες.
Πριν.
Η ποίηση τους.
Σκληρή.
Της Νέμεσης.
Στον υβριστή. Κατακτητή.
Και στα δεινά του πολέμου.

Πώς να δικαιολογηθεί.
Στις προειδοποιήσεις.
Του Αισχύλου.

Δεν είν’ εργάτης.
Σε έργα της ειρήνης.
Αλλά. Στρατιωτικός.
Καθοδηγητής ψυχών.
Για θάνατο απ’ αέριο.
Με στόχο.
Το ισχυρό κράτος.
Των Αρίων.

Μισούσε τους Έλληνες.
Κι αυτόν.
Τον κρατούμενο.
πολύ.
Που του 'δώσε.
Τα Δυο αγροτόσπιτα τα
ου Βίνσεντ Βαν Γκονγκ.
Για να του πει.
Πως
αντί της ζωής.
Με τη φαμίλια του.
Σε ένα τοπίο.
Σαν κι αυτό.
Και σε ένα τέτοιο σπιτικό.

Τα Δύο μικρά αγροτόσπιτα.
Που διοικεί .
Εξολοθρεύουν τους εχθρούς.
Του Τρίτου Ράιχ.
Με αέριο Ζαϊκλόν.
Από διαμορφωμένο φορτηγό.

Ας σημειωθεί.
Πως ο συνταγματάρχης Ρούντολφ Ος.
Συνελήφθη.
Για να παραπεμφθεί.
Σε δίκη.
Στη Νυρεμβέργη.
Σε κτήμα.
Όπου εργαζόταν.
Ως γεωργός.
----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
69. Αμερικανική πολιτική:

Η αμερικανική πολιτική.
Είναι.
Η ταχυδακτυλουργική σφαίρα.
Που σκότωσε τον Κένεντι.
Και στάθηκε.
Για λίγο.
Στον αέρα.
Ενώ στο ύψωμα.
Οι δολοφόνοι.
Τινάζαν’ τα μυαλά του.
Και η Τζάκι του τα μάζευε.
Σαν σκόνη.
Από τα μαλλιά του.


Η αμερικανική πολιτική είναι της «Ενρον».
Η οικονομική αυταπάτη.
Όπου οι υπάλληλοι.
Που φόραγαν γυαλιά.
Κάνανε εγχείρηση.
Με λέιζερ.
Ώστε να φαίνονται.
Ως Στελέχη.
Πιο δυναμικά.

Είν’ η εταιρεία της «Κόκα Κόλα».
Που στον Αδόλφο.
Το 1936.
Του ’φτιάχνε τη «Φάντα».
Ως ρόφημα Αρίων.
Μιας και θεωρούσε την «Κόκα Κόλα».
Ποτό των ηλιθίων.


Είναι ο Χούβερ.
Επικεφαλής του FBI.
Που απαγόρευσε.
Στον Τσάρλι Τσάπλιν.
Στις ΗΠΑ.
Να γυρίσει.
Γιατί με τον Δικτάτορά του.
Τους είχε προειδοποιήσει.
Για τον Αδόλφο.
Και τους ναζί του.

Που κυοφορήθηκαν.
Μες την ταπείνωση.
Των νικητών. Του Α΄ Παγκοσμίου.
Οι οποίοι δεν τήρησαν
Τα λόγια. Του Αισχύλου.
Πρέπει να δείχνουν σεβασμό.
Οι νικητές.
Αλλιώς η Νέμεση δική τους.
\

Η αμερικανική πολιτική. Είναι. Αυτή.

Που φτιάχνει.
Στους στρατιώτες. Του Ιράκ.
Για να σκοτώνουν.
Υπό μουσική.
Στη σπαρασσόμενη Βαγδάτη.
Ακουστικά.
Στα Κράνη.


Είν’ η βοήθεια.
Που απέστειλε.
Στη Νέα Ορλεάνη.
Όχι ανθρωπιστική.
Αλλά. Αμιγώς Στρατιωτική. \
Κι ανάγκασε πολίτες.
Να γράφουν σε χαρτόνια.
Με το νερό μέχρι το στόμα.
«Δεν θέλουμε βοήθεια.
Από τα Απάτσι.
Ζητούνται άνθρωποι».
----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
70. Μέλλον:

Η κονσόλα «pein station».
Πρωτολανσαρίστηκε.
Τον 21ο αιώνα.
Στη Γερμανία.
Αλλά απαγορεύτηκε.
Ως επικίνδυνη.
Για την ψυχική υγεία.


Τον 23ο αιώνα.
Κάνει θραύση.
Μεταξύ των παιδιών.
Και νικητής.
Όποιος αντίπαλο.
Μέχρι θανάτου
. Βασανίζει.
Και το πιο αβάσταχτο.
Μαρτύριο.
Που σκίζει.
Το κάψιμο με λάμπα.
Γυμνή.
Που ανάβει ώρα.
Και την κρατάς
από τα καλώδια.
-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
71. Κουβέντα:

Όταν μπακάλικη ψυχή.
Την Ελσα μου.
Την έκανε σκουπίδι.
Για κάτι ρέστα.
Σε υπάλληλους και πελάτες.
Με τη ματιά καρφί και ηθοποιού ορθοφωνία.
Του ’πε. Αφήνοντας.
Ξοπίσω μια ησυχία.
Που δεν μετέφερε στο σπίτι.

Τοπίο ανέκαθεν.
Με το ’να δέντρο του Αντρέι.
Στη «Θυσία»:

Γριά να μάθω ότι πουλάς.
Ζωή κι αθανασία.
Ούτε η σκιά μου θα πατήσει.
Απ’ τη γωνία.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
72. Της νύχτας πουλί:

25 Απριλίου 1900.
Γέννηση του Joseph Pauli.
Πρίγκιπα της Φυσικής.
Και νύχτας πουλί.
Με πατέρα Χημείας.
Καθηγητή.
Με πατέρα του.
Που τον μετονομάζει.
Παιδί.
Από Joseph.
Σε Wolfgang Joseph Pauli.
Γιατί ως Εβραίος.
Δεν θα μπορούσε.
Να διδάξει
Φυσική.

Με άρθρο του 21 χρονών.
Αποσπά και του Αϊνστάιν.
Το θαυμασμό.
Ενώ από την περίοδο.
Που ανακαλύπτει.
Το νετρίνο.
Με άρρωστη ψυχή.
Και 1.000 ονείρων.
Σημειώσεις.
Στου ψυχολόγου.
Carl Gustave Jung.
Την ακοή.


Και γράφει
Σε μια του επιστολή:
Η επιστήμη του μέλλοντος.
Ούτε θα είναι "ψυχική".
ούτε "φυσική"
αλλά και τα δύο μαζί .

Το 1945 νικητής του Νόμπελ Φυσικής.
Όμως, σε άλλους
η δόξα.
Κι η τιμή.

Ο Pauli.
Για τη φήμη
της εργασίας του.
Δεν εργάστηκε στιγμή.

Κι Ο θάνατός του.
Το 1958.
Απ’ τους πολλούς.
Απαρατήρητος.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
73. Σκυλοπνίχτης:

Το κακό.
Διαδίδεται.
Ταχέως.
Σύξυλο βούλιαγμα
κι απώλεια.
Με όλους τους.
Εν αυτώ.
Έχω ως σκαρί.
Στο χρονικό.
Που λέγεται:
«Αύτανδρες απώλειες».

Και συνοδεύει τη ζωή μου.
Στα διαλυτήρια.
Όπου μου ξηλώνουν.
Το καράβι.
Κυρίως.
Γιατί προξένησα.
Κακό.
Και μάλιστα κακό.
Διαδιδόμενον. Ταχέως.
Αφού ταξίδευα.
Ενώ ήμουν σκυλοπνίχτης.

Κι έβρισκα.
Δούλους.
Να πλουτίζει.
Ο ιδιοκτήτης.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
74. Μέλλον:

Οι άνθρωποι.
Και τα παιδιά τους.
Που γεννιούνται.
Κατά τη διάρκεια των διαστημικών μεταφορών.
Καταβεβλημένοι από τη νάρκη.
Των κοσμικών ταξιδιών.
Σα Φτάνουν στις αποβάθρες των αποικιών.
Ως εργαζόμενοι.
Στη Διατήρηση Ζωής.

Και η επαφή τους με την Παλιά Γη.
Ρυθμίζεται από την Υπηρεσία Κατά της Πρόκλησης Συγκίνησης.
Γιατί σημειώνονται αυτοχειρίες.
Και με τη θέαση της θάλασσας.
Ή ενός λιβαδιού.
Ή μιας ακτής.
Ή μιας βροχής.
Όλα ελέγχονται.
Αυστηρά.
Ακόμη και η θέαση.
Του ουρανού.
Γίνεται σιγά σιγά.
Καταστρέψαμε τον πλανήτη.
Και η μετοίκηση μας.
Πέραν της ανθρώπινης ανάγκης.
Για ταξίδια.
Επιβεβλημένη.
Όμως πρέπει.
Γιατί
δεν γεννιόμαστε πλάκα λευκή.
Να χαλιναγωγηθεί.
Και η γονιδιακή μας μνήμη.
Του είδους μας.

Που ξεκίνησε πριν από χιλιάδες χρόνια
στην Αφρική.
Κι είδε.
Τη Γη
ως το Γαλάζιο Πλανήτη.
Και Στην.
Απόλυτη ομορφιά.
Αυτής Της φύσης.
--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
75. Σιωπηλά καημενόκουτα:

Από παιδί.
Ως μουσικός.
Ταξίδευε.
Και τ’ όργανα.
Πάντα μαζί του.
Τ’ έπαιρνε.

Κι έπαιζε.
Και χωρίς γλέντι.
Όπου έβρισκε.

Μέχρι.
Που κάποιοι.
Σε έναν τόπο.
Δεν τον αφήνανε.
Να φύγει.
Μέχρι αλυσίδα.
Σαν ζώο από το χέρι.
Όπως στα τσίρκα.

Και συμφωνία.
Ολόκληρο φεγγάρι.
Ότι θα μείνει.
Έγινε.

Και όταν ήρθε.
Η ώρα. –
Η συμφωνημένη
για να φύγει

Το Κακό χωριό.
Με λίγα σπίτια.
Που η μουσική του.
Του γνώρισε.
Την αρμονία.
Και την αθανασία.
Της μελωδίας.
Να τον χαιρετήσει.
Του ’πε:
«Το κρίμα στο λαιμό σου.
Μας παίρνεις.
Τη μόνη μουσική,
που ακούσαμε.
Με το φευγιό σου».

Κι. Όταν ξανοίχτηκε.
Τον σκότωσαν.
Πισώπλατα.
Και μάζεψαν.
Τα όργανα.
Και στείλανε.
Παιδιά τους.
Να μάθουν νότες.
Για να ξανακουστεί η μουσική.
Όμως, εκείνα.
Αλαλα.
Στα ξένα δάκτυλα.
Και ως σιωπηλά. Καημενόκουτα.
Τους τοίχους του Πολιτιστικού Συλλόγου στολίζουν.
Αφού ως ζωντανά τα πίστευαν.
Και σκιάχτηκαν.
Να τα διαλύσουν.
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
76. Ανταρσία:

Εσύ επενδύεις σε ντουβάρια.
Κι εγώ.
Σε ιστορίες.
Με σημάδια.
Εσύ επενδύεις.
Σε τράπεζας χαρτιά.
Κι εγώ.
Σε τραγωδίες.
Εσύ.
Επενδύεις.
Σε καριέρα υπαλλήλου.
Με την ψευδαίσθηση.
Πως δεν είσαι.



Ανθρακωρύχος.
Ή κολίγος.
Εξαιτίας του γραφείου.
Του κλιματισμού.
Και του ωραρίου.

Κι εγώ σε κωμωδίες.
Βωβές.
Με τις κλοτσιές στα πισινά.
Από τον Σαρλό.
Στην μπατσαρία.
Που εκ ιδρύσεως
Κυνηγάει τους ασθενείς.
Και τα χαμίνια.

Εσύ επενδύεις.
Σε θέση βουλευτή.
Κι εγώ.
Στις πρώτες τις ταινίες.
Όταν με τρόμο.
Οι θεατές.
Είδαν σε φιλμ.
Τρένο να μπαίνει σε σταθμό
και τρέξαν’ να κρυφτούνε.
Εσύ επενδύεις στην τέχνη.
Των πολλών.
Αυτό που ο Αντρέι.
Ονόμασε. Κουλτούρα. Μαζική.
Με απώτερο σκοπό.
Την άλωση της πραγματικής.
Που. Δε δεξιώνεται.
Ποτέ με εξουσίες.
Ακόμη κι αν υπάρξουνε.
Για εκείνη. Χορηγίες.
Κι εγώ σε μια Ανταρσία.
Όπως το βάφτισε η Ελσα μου.
Αυτό το ξομολόγι.
Σε μια εποχή.
Που έρωτας.
Ακόμη.
Να κρυώσει.
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
77. Κυνηγός δέντρων:

Δεν είχε πιάσει.
Στα χέρια του λεφτά.
Από βοήθεια.
Τύχη.
Ή Κληρονομιά.
Δεν βρήκε στο δρόμο.
Ούτε πεντάρα.
Μια φορά.
Όταν, λοιπόν.
Πήρε το εφάπαξ.
Μακρόχρονης δουλείας.
Και με τα λίγα μιας μακράς οικονομίας.
Ενα χωράφι.
Αγόρασε.
Να χτίσει.
Ώστε μακριά.
Απ’ τις Κουζίνες.
Της Κόλασης.
Των Μητροπόλεων.
Να ζήσει.
Και βρήκε ένα.
Τριγυρισμένο από πελώρια.
Κυπαρίσσια.
Και δίχως δισταγμό.
Το αγόρασε.
ε δίψα.
Μα όταν ξαναπήγε.
Το σπίτι για να αρχίσει.
Τα κυπαρίσσια του.
Κομμένα από τη ρίζα.
«Αυτά. Δεν ήταν. Στη δική μας. Συμφωνία.
Είναι το ξύλο τους καλό».
Του είπε η ιδιοκτησία.
Και από τότε κυνηγάει να τα βρει.
Στα πλοία.
Ως ιστία.
Και κατάρτια.
Ή μπουκάρει.
Για να τα κλέψει.
Ως έπιπλα.
Από σπίτια.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
78. Καταγραμμένη μνήμη :

Άραγε.
Υπάρχει
ίχνος.
Του κόσμου.
Που δεν παρακολουθείται.
Εκτός από την άβυσσο.
Που ακόμη.
Απρόσιτη.
Στα βάθη;
Ακόμη κι αν αυτή.
Δεν γίνεται.
Από το κράτος.
Ή τις εταιρείες.
Μαζικής. Ψυχαγωγίας.
Παρακολουθείς εσύ.
Τους άλλους.
Κι αυτοί εσένα.
Μέσω της κινητής συσκευής επικοινωνίας.

Όλοι με πάθος.
Τις στιγμές τους τις κρατάνε.
Για να τις βλέπουν.
Όταν θα γερνάνε.

Και βρες μου.
Εσύ.
Αν γνώρισες.
Στα γηρατειά.
Κανέναν..
Που με τα άλμπουμ.
Και τα βίντεο.
Απ’ τη ζωή του.
Αγκαλιά.
Όλη τη μέρα.

Κι αν γίνει αυτό.
Αληθινά.
Μεγάλη.
Η σιωπή του.

Και το μοναχικό.
Ξεφύλλισμά τους.
Χωρίς στιλπνό χαρτί.
Χωρίς εικόνα.
Κι απ’ τα μικρά του.

Άσε τη μνήμη.
Να απομείνει.
Φυσική.

Πιο δυνατή.
Η καταγραφή.
Κι Αν. Βιολογικώς.
Ακμαία.
Και Υγιής.
Κι ως γέρος.
Θα τη βρεις.
Ως την ανάμνησή σου.
--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
79. Αντικαταθλιπτική αγωγή:

Όταν η Χημεία.
Επανέφερε.
Τον ίσκιο μου.
Η ύπαρξή μου.
Άλλαξε πολύ.
Αλλά αν την κόψω.
Η ραχοκοκαλιά μου.
Τόσο σκυφτή.
Που την αφήνω.
Τη σκιά μου.
Πίσω μου.
Και δίχως αυτήν.
Ούτ’ άνθρωπος.
Ούτε ζώο.
Ούτε πουλί.
Ούτε και πράγμα.
Και αν αυτό συμβεί.
Σημαίνει πως στον εγκέφαλο.
Μαυρίζουνε.
Κομμάτια.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
80. Τούνελ:

Όπως θα σβήνει του εγκεφάλου.
Η ζωή.
Και μαζί οι αισθήσεις μου.
Και.
Τα συναισθήματα.
Κι η μνήμη μου.
Δεύτερα.
Πριν ο θάνατός μου.
Βεβαιωθεί.
Εκατομμύρια τούνελ.
Δίπλα μου.
Και με το φως.
Στο βάθος.
Θα βλέπω αυτούς που δεν γοητεύτηκαν.
Στη λάμψη.
Ίδια μ’ εκείνη.
Που αντίκρισαν σαν βγήκαν.
Από τη μήτρα.
Και θα γυρίζουν.
Θα βλέπω πόσοι στέκονται.
Μα συνεχίζουν.
Σαν να διασχίζουνε σοκάκι.
Και Πόσοι πάνε. Κατευθείαν.
Για να επιστρέψουνε.
Στου Χάους.
Το Σκοτάδι.
--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
81. Εκάτης δείπνο:

Εκάτης δείπνο.
Σε σταυροδρόμι.
Του καθενός.
Το φάντασμα.
Στο νου του.
Παίρνει μορφή.
Και στο κατόπι του εαυτού του.
Δεν το αντέχει.
Αφού επιτρέπει κάθε διέλευση.
Σε ανθρώπους. Που βρίσκουν αστείο.
Να το διαπερνάνε.
Με το χέρι.
Να το φυσάνε.
Να το διώχνουν.
Και ως αξιοπερίεργο στις γλώσσες.
Τις ανθρώπινες.
Απ’ το πολύ.
Το τρόχισμα.
Στα δόντια.
Βγάζουνε αίμα.
Στον διαφορετικό.
Στον άλλον.
Απ’ τα ήθη.
Και Σε ιστορίες ανήκουστες.
Πώς το μπερδεύουν.
Διηγούμενες απ’ όσους.
Φόβισε.
Γιατί το αγάπησαν πολύ.
Κι απ’ όσους έφτυσε.
Ως απροαύλιστη ψυχή.
Και αποχώρησε.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
82. Εδαφική κυριαρχία:

Τη συμμορία του.
Τη συγκρίνει.
Με γάτα.
Που ακόμη.
Και ταϊσμένη.
Κυνηγά.
Και όσο πιο χρωματιστή.
Και πιο σκληρή.
Με δάγκωμα. Στ' αλήθεια.
Τοξικό. Φορές θανατηφόρο.
Κι όταν τους τα λέει. Όλα αυτά.
Τον μουρμουράω.
Που. Δεν άνοιξε. «Πετ σοπ».
Ή που δεν έγινε. Κτηνίατρος.
Αντί στη βία. Όλες τις γνώσεις του. Μονάχα. Να επενδύει.
Και κάθε μέρα. Να ’χει στρατιά. Να οδηγήσει.
Απέναντι σ’ άλλη.
Των πόλεων. Στρατιές.
Σε έναν ακόμη πόλεμο. Χωρίς νόημα.
Που είναι.
Για κυριαρχία.

Σε τετραγωνικά χιλιόμετρα.
Καταγωγή.

(Η μανία των ανθρώπων.
Να ’χουν γενέθλια γη και να πιστεύουν.
Σε πατρίδες.
Κι όχι σε ανθρώπους).

Μπάλα.
Γυναίκα.
Και ξημερώνει μέλλον.
Με Συνεργασία.
Με της μαφίας.
Τα προϊόντα.

Κι αυτός στην κόκα.
Που τη λέν’ στην πιάτσα.
Φρίμπα.
Να τους μετρά. Βαλίτσες.
Με δολάρια.
Τόσο πολλά.
Που να τα τρώνε τα ποντίκια.
Στην καβάντζα.

Απ’ τα κατεστραμμένα.
Τα μυαλά της ηρωίνης.
Και της Χημείας.
Και η ζωή του.
Μες σε καταιγίδα.

Κι αυτός να λέει.
Ο ουρανός με φτύνει.

Κι όταν για λίγο. Θα πάει.
Να σταματήσει.
Θα ’ναι
ως συνήθεια.
Δεύτερη φύση.
.--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
83. Κουβέντα:

Να θυμάσαι.
Πως υπήρξε νεότητα.
Που ακρωτηρίαζε τα χέρια της.
Για να μην πάει στη μάχη.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
84. Του κακού ο ίσκιος:

«Τι έγινε;
Όλα πουτάνα».
Και η πουτάνα.
Και πρεζού.
Με τη σοδειά
χαμένη.
Και παίρνει τηλέφωνο.
Στη φυλακή.
Τ’ αφεντικό, που λέει:
Ως αύριο το πρωί.
Καθαρισμένη.
Κι έξω. Μια νύχτα.
Φυσικού καλοκαιριού.
Από τα τελευταία του Σύγχρονου Καιρού.
Που ’νιωσα τσίπα.
Κι άφησα πίσω.
Τους διάλογους τους.
Με πίκρα.
Που γνώρισα διαόλους.
Εγκοσμίως.
Αφού η μόνη τους ύπαρξη.
Εν ζωή. Σε ανθρώπινη μορφή.
Όχι στην κόλαση.
Αλλά στη γη.
Και με την πρότερη οδύνη.
Των γονιδίων τους.
Γραφτοί.
Για του κακού.
Τον ίσκιο.
--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
85. Ραγίσματα υποκειμένων:

Οι μόνοι που βίωσα.

Να συγχωρούν.
Οι άθεοι εκ ψυχής.
Οι χριστιανοί ορθόδοξοι.
Που κατά κόρον γνώρισα.
Αφού η κυρίαρχη.
Θρησκεία της πατρίδας μου.
Πέτρα στεγνή.
Ενώ πιστεύουν στον Θεό.
Δεν βάζουνε Στάλα νερό στο κρασί..
Σε παραπτώματα συμβίωσης.
Θνητών ανθρώπινα.
Εγωισμούς.
Έλλειψη ελέγχου.
Βαριές κουβέντες ή μια απρέπεια.
Να κλαις σε μερικούς. Για να εξηγήσεις.
Κι αυτοί να σε κλοτσούν.
Ως να λυγίσεις.

Και μερικοί την έχουνε πατήσει.
Έξω από τις πόρτες τους μ’ Αρχή έχουν μαζέψει.
Με κάτι φλέβες. Από μαχαίρι σα λαγούμι.
Ή σαν σακιά.
τα πεζοδρόμια.
Άμορφες μάζες με τη μούρη.
Τους ασυγχώρητους.
Στης κρίσης τους. Τη μικρο-βία.
Που στη μεγάλη. Οδηγεί.
Και κατευθείαν.
Αυτήν που ο Έλληνας Αισχύλος .
Την έγραψε βωβή.
Από ομιλία.
Και στα λαρύγγια.
Η φωνή τους.
Κάτι θα είχε να τους πει.
Ώστε ν’ αρκέσει.
Για να τους ρίξει.
Καλύτερα από χέρι.
Απ’ ύψος .
Και τα γυαλιά τα ραγισμένα.
Που καν διόρθωσης δε χρήζουν.
Ως σπασμένα.
Υπεκφυγές για να μην παραδεχτούμε.
Πως μέγιστη εμπειρία. η επιδιόρθωση.
Και η φροντίδα.
Κυρίως στα ραγίσματα.
Που αφορούν εμάς.
Θνητά του πλανήτη.
Υποκείμενα.

(κι οι μουσουλμάνοι κι οι εβραίοι,
που πλάι τους πέρασα λίγη ζωή,
του φόβου η φανατίλα τους,
Γηπέδου κατηγορίας ερασιτεχνικής
όπου ξεθυμαίνει τ΄ απωθημένα του ο θεατής και τη μιζέρια του
και πάλι καλά για σκέψου τον ίσκιο τους χωρίς να ματώνουν στο σύρμα τους
όπως αυτοί που κυνηγιούνται με Ούζι και με πέτρες και στον ύπνο τους).
-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
86. Παρόν:

Αν είναι να ελεημονήσετε φτωχούς.
Πάνω απ’ το χέρι τους.
Ποτέ με αμηχανία.
Πετάτε ρέστα.
Ή το υστέρημα.
Μακριά.
Και τα μαζεύουν.
Και στα τέσσερα.
Κορμιά.
Που σαν χαλιά.
Με δέρμα.
Κι ομιλία.
Με σταθερό το χέρι
δώστε τους.
Λεφτά.
Κι αφήστε τις τύψεις.
Για μετά.
Μπρος στων ψυγείων σας.
Τα εσωτερικά.

Ή και στο λίγο.
Που στρωμένο στο τραπέζι σας.
(Αυτό το δεύτερο σημαίνει κι ανθρωπιά).

Γι’ αυτό.
Μην τα πετάτε.
Και το ζητιάνο.
Πιο ζητιάνο.
Καταντάτε.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
87. Παιδική ηλικία:

Θυμάμαι.
Στο γυμνάσιο.
Έναν καθηγητή της Ιστορίας.
Περίγελο.
Και στου φυτούκλα.
Την καζούρα.
Που μία αποτυχία.
Στις σπουδές.
Και η υπερβολική του.
Μόρφωση.
Η οποία δεν μπόρεσε.
Να αφιερωθεί.
Στην έρευνα.
Και να δημιουργήσει.
Στη διεθνή βιβλιογραφία.
Του κάνανε το νου. Βυθό.
Από πυρηνικά.
Σε εξωτικά νησιά.
Που ούτε.
Το χρώμα έχει χαθεί.
Ούτε και η ομορφιά.
Αλλά που δεν μπορείς να κολυμπήσεις.
Και δίδασκε χαριστικώς.
Αλλά λόγω.
Ελλείψεων. Καθηγητών.
Έφτασε να διδάσκει.
Κανονικώς.
Και τα ’βγαζε πέρα με δυσκολία.
Με τέτοια καθίκια σαν κι εμάς.
Μπέρδευε τάξεις. Βαθμολογία.
Τα τυπικά.
Και μες την τάξη.
Με κόπο σταύρωνε μια λέξη.
Σκληρή η νεότητα.
Με τα κουσούρια.
Και τα ελαττώματα.
Με τα γυαλιά και τα κιλά.
Τα γηρατειά και το παιδί.
Που δεν χαβαλεδιάζει για να αρέσει.
Όμως.
Μια μέρα..
Στη βάρδια.
Την απογευματινή.
Με σταθερή φωνή.
Π’ όλους. Ανάγκασε.
Να κάνουν.
Ησυχία. Μας είπε.
Για του Τουταγχαμών.
Τον τάφο.
Που ανακαλύφθηκε σε πυραμίδα.
Και λόγω πολιτισμικής. Ταφικής. Συνήθειας.
Πως Βρέθηκε μαζί.
Με τα αγαπημένα του.
Παιχνίδια
Και ύστερα. Μας έδειξε.
Φωτογραφία.
Και λες και μας είχανε.
Κάνει. Μαγικά.
Γουστάραμε.
Που οι Αιγύπτιοι. Τον Φαραώ. Τον στέλνανε στο θάνατο. Να παίξει.
Και χτύπησε. Κουδούνι.
Κι ένα καθίκι.
Ούτε κουνήθηκε.
π’ τη θέση.
-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
88. Η σταγόνα της Αλίκης:

Ο έρωτας κρατάει.
Όσο η σταγόνα βρύσης.
Έλεγε η Αλίκη.
Μετά τη σκέψη της.
Την πήγαινε.
Και στη ζωή.
κι αυτή κρατάει το ίδιο.
Και το ’λεγε με τόση σιγουριά.
Που σε ακολούθαγε. Ως βεβαιωμένη φιλοσοφία.

Γι’ αυτό και πάντα
σε ευτυχία.
Ή σε αγωνία.
Για την ύπαρξή μου.
Μέσα σε μπάνια.
Και κουζίνες.
Να παρακολουθώ.
Φθαρμένες βρύσες.
Εμένα να στάζουν.
Ως τον. Υπόνομο.
Σε κάθε τρωκτικό.
Και σε αστέγους.
Που πόλη έχουν. Κάτω. Απ’ τα φρεάτια.
Και τις σχάρες.
Και περπατάς και τις πατάς.
Ως άγνωστη σου.
Γεωγραφία.
Γεγονός.
Όχι σπάνιο.
Στις Μητροπόλεις.
Τις μεγάλες.
Όλοι γνωρίζουν.
Λίγο πολύ.
Στοιχεία παγκόσμιας.
Ή ντόπιας γεωγραφίας.
Αλλά στην αστική.
Σαν να φοβόμαστε.
Να ξέρουμε.
Και τα οφθαλμοφανή. Στοιχεία.
-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
89. Παιδί χαμένο σε διάδρομο:

Eϊ.
Πεθαμένοι της ζωής μου.
Σας είδα όλους.
Σε ναυάγιο.
Μηχανής μου.
Μ’ ένα αυτοκίνητο.
Που μ’ έσκισε σαν φύλλο.
Και γι’ άλλη μια φορά.
Ως ακροβάτης στον αέρα.
Και η έξοδός μου.
Έξω απ’ το δίχτυ.
Μες το αίμα.
Γιατί δεν ήμουν.
Υπό επήρειας βενζίνης.

Και σύνθετης χημείας.
Κι όπως ο εγκέφαλος σε δίνη.
Μαζί σας βρέθηκα σε σπίτι.
Κι είχατε πιάσει.
Ο καθένας.
Ενα παράθυρο. Που τέντα.
Κι εγώ στη μέση.
Σαν παιδί. Που ’χει σε διάδρομο χαθεί.
Κι ένα παράθυρο στο βάθος.
Μ’ άδεια τη θέση για να κάτσω.
Κι εκεί. Με ξύπνησε φωνή:
«Κούνησε τ’ άκρα σου αν μπορείς».
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
90. Αυτοκτόνοι ως εξήγηση σε αγαπημένο λεξικό:

Ερημωτές.
Και πηγαίνοντες.
Πάντα. Κατά καπνού.
Που βιαιοθανατούν.
Και αυτοκαταλύονται.
Αγεροκρέμαστοι.
Στην παραμεθόριο.
Του παντοδαπού.
Με το χαμένο νου.

ύτε δειλοί.
Ούτε γενναίοι.
Παραμυθητές.
Απλώς.
Στον κόσμο.
Του έναν σας.
Θεού.
-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
91. Η ανάγνωση της Ιστορίας μέσα από την Τέχνη:

Όταν θυμάμαι.
Στην πλάτη.
Του διευθυντικού γραφείου.
Του αυστηρού.
Και θεοκρατικού.
Δημοτικού μου.
Σχολείου.
Την ξύλινη.
Θεόρατη κορνίζα*.
Που ασχήμαινε και ήλιου την αχτίνα.
Να λάμπει.
Απ’ το καθάρισμα συμμαθητή.
Ως τιμωρία.
Σε αταξία.

Και Αυτοί π’- Όντως- Τ’ αξίζανε.
Στη σκόνη της γωνίας.

Νιώθω την ίδια ασφυξία.

Στην Ιστορία.
Τη σχολική.

Και της γενιάς μου τα σχολεία.
Πηγμένα. Στο λιβάνι.
Απ’ τα καντίλια.
Κι όχι στην ένωση στοιχείων.
Σε σχολικά χημεία.
Και σε πειράματα.
Εργαστηρίων Φυσικής.

Αλλά και σε μια κακόγουστη.
Ως ανιστόρητη. Νοσταλγία.
Μίας. Σπουδαίας.
Εθνικής καταγωγής.
Που κληρονόμοι όπου Γης.
Και την οποία.
Ερευνούν.
Σαν μητρική.
Ενώ εμείς στ’ εκθετήρια των μουσείων.
Ως μαθητές.
Τη συναντάμε.
Στις επισκέψεις των σχολείων.

Αν είσαι Έλληνας.
Πολίτης
Είσαι. Ουρανού και Γης.
Ποτέ δεν τ’ άκουσα σαν ήμουν στα θρανία.

Και πίστη μου ως ενήλικας.
Πως η ανάγνωση της Ιστορίας.
Μέσα από την Τέχνη.
Αν της αλήθειας. Θες. Ψήγματα.

Όπως στην Ιερουσαλήμ.
Που το πιο συνταρακτικό έργο που είδα.
Για τον Γοργοθά της Παλαιστίνης.
Από έναν Εβραίο.
Κι ονομαζόταν: «Μουεζίνης».

( *Θέμα της κορνίζας: Το ψευδές ως γεγονός, ενός Δεσπότη.
Να υψώνει το λάβαρο της Επανάστασης της χώρας.
Ενάντια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Απαιτώντας εθνική ανεξαρτησία.
Ενώ της Υψηλής Πύλης.
Τα κατακτητικά διαφθορεία.
Είχαν συμπήξει με τον κλήρο εξουσία.
Γι’ αυτό και ο ταξικός της χαρακτήρας.
Γι’ αυτό κι αυτή απέτυχε μας λέει ο Σκαρίμπας ).
--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
92. Μισητή γέφυρα: (στη Μαρίνα, αδερφή μου εξ αγχιστείας, που το ’σκασε νέα) :

Στα εγκαίνια
της Γέφυρας.
Όταν το νερό.
Δεν χώριζε. Τη γη.
Μετά από χρόνια.
Φαγωμένων. Κονδυλίων.
Από πολιτικούς διαχειριστές.
Κομματικών κρατιδίων.
Και επιχειρηματιών—
(Όπως εξελίχθηκε η άσκηση πολιτικής στην Αστική σας Δημοκρατία)—
Κοιτούσα αυτούς.
Μπροστά στο έργο.
Που χρόνια έπρεπε να το αντικρίζουν.
Να το χειροκροτούν ως δούλοι. Με λουκέτο.


Κι ήμουν.
Παράταιρος.
Αλήτις.
Στη γιορτή.
Που ’κρυβε οργή.
Απ’ ιστορία προσωπική.
Που κάποτε αναγκάστηκα.
Νέα.
Με φίλους.
Σορό μιας φίλης.
Κομμένης άγουρα.
Από το δέντρο της ζωής.
Με αμάξι.
Που βρήκε στον κορμό του.
Ως θεριστής.
Να συνοδεύσουμε.
Να κηδευτεί.
με θρήνο.
Και ταξιδέψαμε.
Με τ’ άθλιο ’κείνο πλοίο.
Που τότε απέναντι.
Σε πέρναγε.
Στο Ρίο.
Και δεν πηγαίναμε.
Ταξίδι.
Σε νησί.
Κι αβάσταχτο το κρύο.
Κι απ’ τη Μαρίνα
δεν κουνιότανε ένα φύλλο.
Ενα σημάδι μονάχα στην κηδεία.
Γιατί εμείς
το θέλαμε
να είναι απ’ τη Μαρίνα.


Τα αγαπημένα της πουλιά.
Τα περιστέρια*.
Χωθήκαν’ ξαφνικά στην εκκλησία.
Κι ένα δεν έφευγε.
Μέχρι να τελειώσει η λειτουργία.


Κι ήταν ακριβώς όπως εκείνη.
Ενα πετούμενο πλανήτη.
Υπό αιώνια περιστροφή στη χωροδίνη.
Που φτάνει ένας πυροβολισμός για να το ρίξει.


Ποτέ δεν πέρασα το Ρίο.
Για καλό.
Γι’ αυτό θα πάω στης Βραζιλίας.
Μπάλα στην άμμο να χαρώ.
Απ’ τα χαμίνια.
Και θα προστάξω να σηκώνουν αμμουδιά σε κάθε ντρίμπλα.
Να ’χουνε οι φίλοι.
Που ’χασα.
Με γκάζια.
Για να ξαπλάρουν.
Στην αιώνια ομορφιά.
Και να με λάμπουν.
Ως Πλειάδα.


(H Σύγχρονη ανθρωπότητα.
Στις Μητροπόλεις. Πια.
Τα πολεμάει ως συμμορία.
Που ονοματίζεται.
Ποντίκια.
Ποντίκια.
Με φτερά.
Συστήνοντας κι ομάδες κρούσης.
Και ανταλλάσσοντας ιδέες.
Για δηλητήρια.
Δραστικά.
Αντί να μειώσει.
Τα σκουπίδια.
Ή να κατανοήσει.
Πως συνυπάρχουμε με ζώα
και πετούμενα σε τούτο τον πλανήτη).
-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
93. Ασχολίες κακίας για λίγη σημασία:

Γιος κηπουρού.
Χαμένου.
Στην αφή των λουλουδιών.
Και μακριά.
Από των άλλων.
Και του γιου.
Ντυμένος από το δημοτικό, Σιντ Βίσιους.
Όταν αυτοκτόνησε.
Στο ξενοδοχείο «Τσέλσι».
Με το κορίτσι του.
Τη Νάνσι.
Με αγαπημένη ασχολία.
Να πετροβολάει.
Όσα τροφοδοτούσε ο γέρος του.
Ανθοπωλεία.
Όταν τον γράπωσε.
Η μπατσαρία.
Είπε. Με αξιοσημείωτη. Ψυχραιμία:
«Θέλω στο γέρο να χαλάσω τη δουλειά.
Μήπως μου δώσει σημασία».
--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
94. Μάχες στα βακτήρια:

Ως ένστολη τάξη.
Συλλαμβάνεις
Στα «Μαγαζιά της Περσεφόνης».
Τα «Παρατημένα σχολεία».
(Όπως τα λέω αυτά τα μυαλά από τη μικρή μου ηλικία).
Τα συνήθως μαθηματικά.
Και φυσικοχημείας.

Που αν δεν τα πυροβόλαγες.
Για να βάφεις.
Με τζάμπα κόκκινο.
Τα παιδικά δωμάτια.
σε σπίτια με πισίνα.

Και για να διατηρείς της εγκληματικότητας.
Την κερδοφόρα.
Κι εύκολη. Οικονομία.

Στον Κόκκινο Πλανήτη.
Θα ’χαμε βάσεις.
Και στη Σελήνη.
Εργαστήρια.


Κι απ’ τις χαμένες. Ώρες.
Αυτές που βράζεις στο ζουμί σου.
Θα ’τα χες σώσει.
Σαν παιδιά σου.
Από τα σπίτια.
Που σπάζουν.
Τις ψυχές τους.
Σαν καρύδια.

Κι από μητέρες.
Που ονειρεύονται εκρήξεις.
Στην κουζίνα.

Με κρέας.
Στο φούρνο.
Και πατάτες.

Και βρέχει πάντα.
\τη Μητρόπολη.
Μανάδες.


Που αν δεν διαπρέπουν στη θυσία.
Τρελαίνουν τα παιδιά τους.
Με μάχες στα βακτήρια.

Και από πατέρες.
Που επιβάλλουν σιωπητήρια.
-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
95. Ιστορία:

Το πιο ενδιαφέρον μέρος της Ιστορίας.
Οι Οδύσσειες.
Όχι βασιλιάδων-
Πολιτικών –
Αυτοκρατόρων.
Αλλά των καθημερινών ανθρώπων.
Και οι Ηλιάδες.
Από την πλευρά του Έκτορα.
Όπως κι ο παγκόσμιος ποιητής
Όμηρος επιτάσσει.
Παρόλο που Έλληνας.
Αυτόν με θάρρος καθαγιάζει.
Και θαυμάζει.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
96. Μέλλον:

Ο δάσκαλος προσπαθεί να εξηγήσει.
Στα Συμβούλια Πρόληψης Εγκληματικότητας.
Τη σημασία της γραφής.

Και φέρνει ως παράδειγμα.
Την κινέζικη παράδοση.
Tης αντιγραφής.

Και Σημειώνει:
Εκτός της ευεργεσίας της.
Στην ανθρωπότητα.
Με την παράδοση τόσων γραπτών κειμένων.
Ευεργετεί.
Και την ψυχική ισορροπία.

Αφού με την καλλιγραφία.
Παιδιά
Θεριά ανήμερα.
Γίναν’ αρνάκια του Θεού.

Στο Νέο Κόσμο όλοι γράφουν λίγο με το χέρι.
Ακόμη και τα παιδιά στα σχολεία.
Και είναι ένας λόγος της αύξησης της σχολικής βίας
.
Γιατί και κολλυβογράμματα να γράψεις.
Μια πειθαρχία θα πρέπει να επιβάλλεις

Ας είν' εκ του προχείρου.
Τα σύμβολά σου.
Σε ό,τι νομίζεις πως κατέχεις.
Για να μιλήσεις τη γλώσσα του ενηλίκου.


Αλλά η απάντησή τους τον στέλνει ξανά στην ανεργία:

«Πάλι σπαταλήσατε το χρόνο ενός δημόσιου συμβουλίου.
Σας συνιστώ να υποβληθείτε σε θεραπεία ψυχιατρείου»
-----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
97. Μάγισσα στα σχέδια με τα χέρια:

Στις ιστορικές μητροπόλεις.
Τα κέντρα τους.
Τα σκοτεινά.
Τ’ Αδέρφια μου.
Κι οι δίδυμοί μου στο κακό.
Κι έχω γυναίκα.
Ταχυδακτυλουργό.
Που ’χει στα χέρια της.
Σκιά.
Σεντόνι.
Και κεριά.
Κι ακόμη και τη μέρα.
Αναπαριστά.
Κοράκια.
Τρομερά.
Αυτά.
Που κατά τον απελευθερωτικό πόλεμο.
Της Ροδεσίας.
Τα παρατήρησε.
Η Επιστήμη.
Σε μια σπάνιας εφευρετικότητας και ευφυΐας.
Επίδειξη.
Μια απ’ τις πολλές του φυτικού και ζωικού βασιλείου που μας κλονίζουν.
Την πρωτοκαθεδρία.
Της νοημοσύνης.
Να μην κυνηγούν.
Για την τροφή.
Αλλά να περιμένουν καρτερικά.
Κάποια γαζέλα ή άλλο ζώο.
Να πατήσουν νάρκη.
Και να ανατιναχθούν.
Στα εκατοντάδες ναρκοπέδια.
Και λύκο.
Αυτόν που χωρίς δάσος.
Έχει εξαχρειωθεί.
Φονεύει τα κοπάδια.
Κι αυτοκτονεί.
Σε έναν γκρεμό.
Αντί τα σκάγια να τον ρίξουνε
Όπως ο Αίαντας νεκρό..
Και μια μηλιά.
Που τον καιρό σαν να διαβάζει.
Και υπολογίζει τη σοδειά της
σαστίζοντας αγρότες και ειδικούς
για την προνοητικότητα της

-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
98. Κουβέντα σε Μαγαζί της Περσεφόνης:

Όπως λέμε «Άνθρωπος στη θάλασσα».
Αυτός μας ρώτησε στο μπαρ:
«Το ρίξατε κι εσείς στη λησμονιά;».
Και απ’ το λόγο του. Γινήκαμε λαγοί.
Με μια κουβέντα αληθινή. Άμεση η επίγνωση.
Του σκότους μας.
-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
99. Βόμβα του IRA:

Εν σκότει ων.
Γι’ αυτό οι γυναίκες σου αρρώστησαν πολύ.
Ήθελαν ήσυχη ζωή.
Τριφύλλια σε λιβάδι.

Είναι του φόβου τέτοια αγάπη.
Έχει θυσία με άγριο μάτι.
Συμβάν στο οποίο επιλαμβάνεται η Tάξη.

Αλλιώς στον τάφο κι οι δύο.
Αλλιώς κι οι δυο ψυχιατρείο.
Αλλιώς ζωές στη φυλακή.
Ή στα καρότσια από πληγή.

Εδώ της φύσης η χημεία.
Βόμβα φτιαγμένη από τον ΙRΑ.
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------